Ομάδα Αμερικανών φιλολόγων βρίσκεται στην πρωτοπορία των εξελίξεων, προωθώντας τη «συνάντηση» της νευροεπιστήμης και της λογοτεχνίας, σε ένα νέο πεδίο που μερικοί ονομάζουν «νευρολογοτεχνία» και άλλοι «επιστήμη της ανάγνωσης». Το νέο διεπιστημονικό πεδίο αιχμής, που βρίσκεται σε φάση ταχείας ανάπτυξης, μελετά ερωτήματα όπως το κατά πόσον και με ποιό τρόπο τα σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να επηρεάσουν και να αλλάξουν τη νευρωνική «καλωδίωση» του εγκεφάλου ή το γιατί αρέσει τόσο πολύ στους ανθρώπους να διαβάζουν.
Στην πρωτοπορία του νέου ρεύματος, σύμφωνα με την βρετανική εφημερίδα «Observer», βρίσκεται η ερευνητική ομάδα Yale-Haskins Teagle Collegium, με επικεφαλής τον καθηγητή φιλολογίας του Πανεπιστημίου Γέιλ Μάικλ Χόλκβιστ. Όπως το έθεσε ο ίδιος, πρόκειται για «μια ομάδα επιστημόνων που περνάνε όλη μέρα στο εργαστήριο και μια ομάδα φιλολόγων ανθρωπιστών που είναι βαθειά αφοσιωμένοι στην υπόθεση της λογοτεχνίας». Η μικτή νευροεπιστημονική-φιλολογική ομάδα ετοιμάζει πείραμα, στο οποίο μια ομάδα εθελοντών φοιτητών θα κληθούν να διαβάσουν μια σειρά από επιλεγμένα κείμενα (του Μαρσέλ Προυστ, της Βιρτζίνια Γουλφ, του Χένρι Τζέημς κ.α.) και στη συνέχεια ο εγκέφαλός τους θα «σκαναριστεί» σε κάποιο νοσοκομειακό εργαστήριο για να «χαρτογραφηθούν» οι νευρολογικές επιπτώσεις της ανάγνωσης.
Το πείραμα βασίζεται στην υπόθεση (που θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με το πείραμα) ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιδρά διαφορετικά στην «μεγάλη» λογοτεχνία σε σύγκριση με την ανάγνωση μιας απλής εφημερίδας ή των βιβλίων του «Χάρι Πότερ». «Η ανάγνωση είναι απολύτως ‘καλωδιωμένη’ στον εγκέφαλό μας. Υπάρχουν εγκεφαλικά κύτταρα που αντιδρούν στην ανάγνωση και μπορούμε να τα μελετήσουμε», δήλωσε ο καθηγητής Νευροεπιστήμης του Κολεγίου Ιμπέριαλ του Λονδίνου Ρίτσαρντ Γουάιζ. Η προσέγγιση αυτή ασφαλώς ξενίζει σε ένα τομέα όπως η λογοτεχνία, που μέχρι τώρα ουσιαστικά έχει διατηρήσει το «άβατό» του και έχει κρατηθεί μακριά από τις εξελίξεις των θετικών επιστημών.
Οι κατά καιρούς νέες θεωρίες στον χώρο της φιλολογίας (π.χ. μαρξιστική ή φεμινιστική κριτική, στρουκτουραλισμός ή μετα-στρουκτουραλισμός κ.α.) έχουν προκύψει ως συνέπεια νέων θεωριών σε άλλες «μαλακές» κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες (ψυχανάλυση, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, οικονομία κλπ.), αλλά όχι στις «σκληρές» θετικές επιστήμες.
Τα λογοτεχνικά έργα έχουν αναλυθεί ως κείμενα καθαυτά, ως φορείς φιλοσοφικών ιδεών, ως προϊόντα ιστορικών, οικονομικών, πολιτισμικών κ.α. συνθηκών, αλλά όχι από τη σκοπιά της βιολογίας και της χημείας του εγκεφάλου. Τώρα, γίνεται αντιληπτό, τουλάχιστον σε μερικούς φιλολόγους, ότι η λογοτεχνία έχει τελικά τις ρίζες της σε αυτά που κάνει στον εγκέφαλό μας, ενώ ορισμένοι πάνε ένα βήμα παραπέρα και ελπίζουν ότι θα ρίξουν φως στην εμπλοκή των γονιδίων στη λογοτεχνική παραγωγή. «Πρόκειται για μια από τις πιο συναρπαστικές εξελίξεις στην πνευματική ζωή», σύμφωνα με τον καθηγητή Αγγλικών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας Μπλέικι Βερμέλ, ο οποίος παράλληλα εξετάζει το ρόλο της εξέλιξης στο μυθιστόρημα, μια τάση που μερικοί αποκαλούν «Δαρβινικές φιλολογικές σπουδές».
Το νέο αυτό πεδίο έρευνας μελετά πώς η ανθρώπινη γενετική και η εξελικτική θεωρία στη βιολογία διαμορφώνουν και επηρεάζουν διαχρονικά τη λογοτεχνία ή πώς η ίδια η λογοτεχνία μπορεί να αποτελεί έκφραση της εξέλιξης. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας ασχολείται με την αναζήτηση του κατάλληλου συντρόφου, υποδηλώνει, κατά τον Βερμέλ, ότι εν προκειμένω στο υπόβαθρο «δουλεύουν» ισχυρές εξελικτικές δυνάμεις που επηρεάζουν το περιεχόμενο των μυθιστορημάτων.
Δεν λείπουν πάντως οι αντιδράσεις στην τάση να «ανακατευτεί» η επιστήμη στα χωράφια της φιλολογίας. Μερικοί φιλόλογοι υποστηρίζουν ότι η λογοτεχνία ως δημιουργική εμπειρία είναι υπερβολικά εξατομικευμένη για να υπαχθεί στις γενικεύσεις της επιστημονικής μελέτης. Αλλοι φοβούνται ότι η «σκληρή» επιστήμη θα υποβαθμίσει την καλλιτεχνική και ποιητική διάσταση των ανθρωπιστικών μελετών. Μερικοί επισημαίνουν ότι οι θετικές επιστήμες απλώς δεν έχουν αναπτυχθεί αρκετά για να χώσουν την «μύτη» τους σε πράγματα τόσο πολύπλοκα. «Μου φαίνεται σκέτη ανοησία. Ο νους και ο εγκέφαλος είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα και κανένας δεν ξέρει ποια είναι η σχέση μεταξύ τους», σύμφωνα με τον Δρ Ίαν Πάτερσον του Κολεγίου Κουίνς του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ. (από παλιότερο δημοσίευμα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων).