Ο τελευταίος έλληνας υπερρεαλιστής, ο αμετανόητος υπερρεαλιστής ποιητής Έκτορας Κακναβάτος σιώπησε. Οι τολμηρές ανατροπές της γλώσσας, η καταιγιστική συσσώρευση των εικόνων και η ονειρώδης συμπλοκή του πραγματικού με το φανταστικό των ποιημάτων του θα αναστατώνουν ανεξήγητα τις πιο μύχιες γωνιές της ύπαρξής μας. Πρόκειται για έναν «δύσκολο» ποιητή που, για να εξοικειωθεί κάποιος με τη γραφή του, χρειάζεται χρόνο, επίμονο στοχασμό και τη χρήση αρκετών και ποικίλων διακειμένων. Εμείς πάντως, σήμερα, στο Γ4, τον αποχαιρετίσαμε μελετώντας το ποίημά του «’Ωρα δειλινή».
Υ.Γ : Μερικοί, ίσως, να άκουσαν σήμερα για πρώτη φορά το περίεργα ηχηρό, όνομά του…ας είναι).
Παρακάτω ανθολογώ κάποιες κρίσεις για το έργο του:
«…οι ποιητές απελευθερώνονται με τη στάση τους απέναντι στους προγενέστερους ποιητές και μας απελευθερώνουν διδάσκοντάς μας αυτή τη στάση, τη θέση της ελευθερίας […]. Ελευθερία στο ποίημα πρέπει να σημαίνει ελευθερία νοήματος, ενός ιδιαιτέρου ατομικού νοήματος […]. Είναι γεγονός ότι η γλώσσα στην ποίηση του Ε. Κακναβάτου και ο επικοινωνιακός του λόγος δημιουργούν μια αίσθηση γλωσσικής ανθοφορίας. Αυτή η γλώσσα λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και βγαίνει δυνατή και ζωντανή μέσα από την ποιητική γονιμοποίηση καθώς ο υπερρεαλιστής ποιητής αναζητάει να προσεγγίσει “το μηδέν και το άπειρο”».
(Συνέντευξη του Ε. Κακναβάτου στον Κ. Κρεμμύδα, Μανδραγόρας, 5, 2004, σελ. 15)
«Ο κόσμος που αναδύεται από την ποίηση του Κακναβάτου κρατάει την υλικότητά του χωρίς να ελαττώνονται οι διαστάσεις του από μια μεροληπτική επιλογή. Ο ποιητής αυτός είναι ίσως ο πιο ακραιφνής υπερρεαλιστής της γενιάς αυτής. Η γραφή του στηρίζεται σημαντικά στην ακουστική των λέξεων, παραμένοντας στη γραμμή των πιο ριζοσπαστικών του κινήματος».
(Αλ. Αργυρίου, Διαδοχικές Αναγνώσεις Ελλήνων Υπερρεαλιστών, Γνώση, Αθήνα, 1985, σελ. 239)
«Είναι πολύ πιθανό η λέξη (Fuga), να συνοψίζει την αγωνία του ποιητή για μια έξοδο από την κόλαση της ιστορικής πραγματικότητας την οποία βιώνει. Τα ποιήματα είναι ερωτικά. Και είναι και αυτή μια αντίσταση, γιατί ο έρωτας ως αορτή της ζωής αντιπαρατίθεται στο μακελειό του πολέμου».
(Γιολάντα Πέγκλη, “Ο Ε. Κακναβάτος ως στίλβον ποδήλατο”, Μανδραγόρας, 5, Αθήνα, 2004, σελ. 21)
Και ο ίδιος απαγγέλλει: