Ο Αναγνωστάκης το Νοέμβριο του 1983 (10 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου) δημοσίευσε στην εφημερίδα «Αυγή» το ποίημα «Φοβάμαι». Με την καυστική και πικρή του ειρωνεία παρατηρεί το παρόν και κρίνει τη συμπεριφορά όσων καπηλεύονται τον αγώνα των άλλων, όσων για να απολαύσουν τη δόξα του αγωνιστή ή αντιστασιακού, επαίρονται για τη δήθεν δράση τους, ενώ στην πραγματικότητα υπήρξαν πάντοτε οπαδοί του μικροαστικού ατομικισμού. Ποίηση εναντίον υποκρισίας, λοιπόν.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Το ποίημα μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με το «Επιτύμβιον» του ιδίου και με το διήγημα: «Το ψαράκι της γυάλας» του Μάριου Χάκα, που ανθολογούνται στο βιβλίο των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Λυκείου.