Καθώς περπατούσε στο δρόμο με βήμα γοργό, ένιωσε τους ανθρώπους να περνάνε δίπλα του σαν αποτεφρωμένα ζόμπι διψασμένα για χρήμα. Το προηγούμενο βράδυ είχε το πιο άσχημο όνειρο της ζωής του. Τον είχε επηρεάσει αρνητικά και έβλεπε τα πάντα άσχημα και θλιβερά.
Και εδώ που τα λέμε δεν είχε άδικο. Καιρό τώρα προσπαθούσε να πιαστεί από μια κλωστή αισιοδοξίας και να ανέβει στο βάθρο της ευτυχίας που τόσο επιθυμούσε αλλά έπεφτε ολοέν πιο μέσα στο βούρκο. Ζητούσε απλά ένα χέρι να πιαστεί.
Πάει καιρός που ζούσε μόνος του και που δεν είχε ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις με κανέναν. Στο γραφείο, όλοι τον είχα για χαζό επειδή απλά κουνούσε το κεφάλι στις βλακείες που ξεστόμιζαν. Ναι, ήταν τόσο τέλειοι μες στα καλοσιδερωμένα με τσάκιση κοστούμια που φορούσαν! Ήταν άλλωστε η βιτρίνα της δουλειάς τους. Η βιτρίνα του εαυτού τους. Κανέναν δεν ενδιέφερε το εσωτερικό τους που βρώμαγε ναφθαλίνη. Οι περισσότεροι ήταν απόφοιτοι κάποιας ανώτατης οικονομικής ή νομικής σχολής και είχαν το τουπέ όλου του Κονκλαβίου μαζί.
Σπάνια έβρισκε κάποιον να μπορεί να συνεννοηθεί. Ακόμα και να έβρισκε, αποδεικνυόταν με μαθηματική ακρίβεια ότι αυτός ο τύπος ήταν από τους δήθεν που σε ξεγελούν για λίγο και μετά σε πείθουν για την αχρηστία τους.
Είχε πάψει, επίσης, να πιστεύει στην αξία των ποιημάτων και των γλυκών συγχορδιών. Κατά μια άποψη είχε γίνει ένας κυνικός τεχνοκράτης που σκέφτεται συνεχώς το «ένδοξο του παρελθόν». Εκείνα τα χρόνια ήταν ωραία. Ο ίδιος ήταν διαφορετικός. Ήταν ρομαντικός.
Όμως, μετά άρχισε να σιχαίνεται αυτό το ευτελές είδος, το ανθρώπινο. Συναναστρεφόμενος με ανθρώπους κάλπικους, της κουλτούρας, που ήταν κατά βάθος σάπιοι, ανέπτυξε ένα μίσος για όλους. Έλλειψη επικοινωνίας βλέπετε.
Είχε σιχαθεί το γνωστό τύπο ανθρώπου που είναι δήθεν ρομαντικός και ευαίσθητος και αντιμετωπίζει τους άλλους σαν αντικείμενα ή σα μέσα για να πετύχει τους σκοπούς του. Σιγά σιγά, αποξενώθηκε και όταν πια τελείωσε το πανεπιστήμιο και άρχισε να δουλεύει, η πορεία των πραγμάτων τον ρούφηξε σε μια δίνη εργασιομανίας και έχασε τον εαυτό του. Ο νόμος της ζούγκλας, συνήθιζε να λέει στον εαυτό του.
Ο ίδιος είχε γίνει ένα με τον όχλο προσπαθώντας να επιβιώσει στην πιάτσα. Γι’ αυτό σιχαινόταν και τον ίδιο του τον εαυτό.
Μερικές φορές, έφερνε στο νου του τις στιγμές της εφηβικής του ηλικίας. Του φαίνονταν πια σα να είχαν πέρασει μέσα σε δυο αστραπιαία δευτερόλεπτα. Ένιωθε ακόμα μέσα του τον τρόμο του κάλους, την αθώα ντροπή που ένιωθε με τις κοπέλες όταν ήταν μικρός και μια μικρή φλόγα άναψε μέσα στη ψυχή του.
Έστω και αυτή η μικρή αλλαγή, φώτισε το πρόσωπο του. Άρχισε να περπατά γρήγορα, μισοχαρούμενος μέσα στο πλήθος που δεν του έδινε καμία σημασία, λες και ήταν άυλος.
Έφτασε μέσα σε δυο λεπτά στο διαμέρισμα του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του, κάτω από το χοντρό πάπλωμα και άκουσε την βροχή που άρχισε να πέφτει. Ενώ άκουγε τη μελωδία της βροχής, τα βλέφαρα του βάρυναν και έπεσε στην δίνη του ύπνου, που τον ρούφηξε στοργικά μες στην αγκαλιά του.
Μες στον ύπνο του, ένιωσε το λάθος του. Το θέμα της επιβίωσης που είχε θέσει στον εαυτό του ήταν εξαρχής λάθος. Είχε γκρεμίσει όλο το σύστημα αξιών που είχε χτίσει σε όλη του τη ζωή, γιατί πίστευε ότι έτσι θα επιβιώσει. Είχε οικιοθελώς διαλύσει τον εσωτερικό του κόσμο. Η χειρότερη στιγμή ήταν όταν κατανόησε το μέγα λάθος που είχε διαπράξει. Ένιωσε ότι είχε πιάσει πάτο και όντως είχε πέσει όσο χαμηλά γίνεται.
Όταν ξύπνησε το πρωί, η βροχή έπεφτε ακόμα στην πόλη και είχε ξεπλύνει τα πάντα, όλο το βράδυ. Το χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στα χείλη του, δεν ήταν ευφορίας. Ήταν χαμόγελο αισιοδοξίας και μετάνοιας. Το κακό που είχε κάνει στον εαυτό του και στους αγαπημένους του ήταν μεγάλο και δε θα επιδιορθώνεταν από τη στιγμή στην άλλη.
Συνειδητοποίησε πόσο δύσκολο ήταν να ξαναρχίσει από την αρχή να κτίζει σιγά-σιγά τις αξίες του από το μηδέν. Δεν στεναχωριόταν πια, όμως. Ήξερε ότι σε λίγο καιρό, ο ολοκληρωμένος του εαυτός θα έλαμπε. Δεν τον ενδιέφερε να λάμπει εξωτερικά και να δείχνει ωραίος και ελκυστικός. Ήθελε να πέσει φως στην σκοτεινές, ξεχασμένες γωνίες της ψυχή του.
Τώρα, ήταν ευτυχισμένος. Μια νέα αρχή για τα πάντα.