Τα παιδιά του Κάρολου Ντίκενς;

22/12/2010, αλλιώτικο γιορτινό οδοιπορικό.
Σχολείο_φυλακή_ή_σχολείο στη φυλακήΠροαύλιο και παράθυρα με κάγκελα. Περίεργη σιωπή και «τείχη» τριγύρω. Περπατάμε πίσω από το φύλακα με το σφίξιμο μιας απροσδιόριστης αγωνίας στο θώρακα. Μονολεκτικές οδηγίες μας κατευθύνουν σχεδόν παραγγελματικά: «Ελάτε»…«Από δω…». Περνάμε μέσα από λαβυρίνθους διαδρόμων, κάγκελα…Παρατηρώ το τεράστιο μεταλλικό κλειδί του φύλακα που ξεκλειδώνει μία – μία τις ενδιάμεσες πόρτες. Φτάνουμε στην αίθουσα: πολύβουο πλήθος από λογής λογής νεαρές ψυχές. Βαβέλ, ήχοι από αλλόκοτες γλώσσες, γέλια, φωνές, αμηχανία και φόβος. Πρόσωπα σκληρά, ανέκφραστα, άλλα στωικά και άλλα με το γέλιο της προσποιητής άνεσης και της δήθεν αδιαφορίας…Βασανισμένες ψυχές σκέφτομαι. Ενοχές κι ερωτήματα αποενοχοποίησης. Οι δικοί μου μαθητές σε αμηχανία και αμυντική συστολή, παρακολουθούν μάλλον ενεοί. Η γιορτή αρχίζει, δρώμενο αναπαράσταση της ζωής των περισσοτέρων: έκπτωση – βούρκος – εξαθλίωση – αλληλεγγύη – δύναμη – ελπίδα – σωτηρία και επανένταξη. Μερικοί θα χαθούν…Συνθήματα, επευφημίες, γέλια και πειράγματα…το δρώμενο είναι το κοινό. Μερικοί μας πλησιάζουν, νιώθεις την ανάγκη τους να μιλήσουν, να σου πουν, να μοιραστούν το ζωτικό τους ψεύδος που τους κρατάει δυνατούς στον εγκλεισμό. Προσπαθώ να ανιχνεύσω τους κώδικες ζωής και επικοινωνίας των παιδιών αυτών, αλλά δεν τα καταφέρνω και πολύ…Σιγά σιγά εξοικειώνομαι, αστείες ατάκες με τους πιο εξωστρεφείς, σιωπή και παγωμένα βλέμματα από τους πιο απόμακρους. Τραγούδια, χορός, διακρίνω κρυμμένο πόνο και απεγνωσμένη ανάγκη για να δείξουν την ταυτότητά τους. Ομάδες επευφημούν τα μέλη τους, φανερή η άτυπη ιεραρχία. Οι συνάδελφοι καθηγητές τους παρακινούν, τους «μαλώνουν» να κάνουν ησυχία. Φύλακας – άγγελός τους, ο διευθυντής, ο κος Πέτρος, άνθρωπος με απροσποίητη ευγένεια τους μιλά κι εκείνοι ανταποκρίνονται όπως οι δικοί μου μαθητές! Η επικοινωνία δυναμώνει, ο φόβος υποχωρεί, ρωτάω για τον παλιό μου μαθητή, το Βασίλη. Κανένας δεν ξέρει. Η γιορτή τελειώνει με τους ρυθμούς «ελληνοαραβικού ραπ» τραγουδιού, στον ήχο του οποίου βλέπεις τα σώματά τους να λικνίζονται λες και από μόνα τους εξεγείρονται στον εγκλεισμό. Στίχοι αυθόρμητοι και βαθιά αληθινοί. Αντιγράφω:
Μωχάμετ:
– « Για την αδικία, η φτώχεια στη χώρα ανάγκασε τους νέους να φύγουν.
Η δήθεν δημοκρατία κι άμα μιλήσεις
ενάντια στην εξουσία σε κλείνουν φυλακή.
Φύγανε οι νέοι για μια καλύτερη ζωή,
όμως βρήκαμε το ρατσισμό
και δύσκολες καταστάσεις στο να επιβιώσει κανείς.
Όλα είναι περαστικά σ’ αυτή τη ζωή
ωραία κι άσχημα, καλά και κακά,
ακόμα κι εμείς. Τίποτα δε μένει
μην το ψάχνεις για πολύ.
-Σαγίν:
(επωδός): Γιατί κλαις ζωή μου
ρε ζωή πες μου γιατί γεννήθηκα
και γνώρισα όσους κι όσα γνώρισα
αν ήταν ο σκοπός να μάθω, έμαθα.
– Νίκος (στίχοι στα ελληνικά).
Οι φύλακες τους μαζεύουν. Ρωτάω ένα σιωπηλό παιδί με βλέμμα κρυμμένο κάτω από το καπέλο του : «Πόσο σου μένει;», απαντά: «τίποτα, είμαι ισόβια». Έκπληξη…Η ηλίθια ερώτηση ακολουθεί «τι έκανες;», «Άσ΄το»,  μου λέει και φεύγει…βυθίζοντάς με στις ενοχές.  Ο κος Πέτρος μας ξεναγεί στο σχολείο. Αισθάνομαι θεατής κι άχρηστος, κομπιάζω να μιλήσω, θεωρητικολογώ, ως συνήθως, τώρα από αμηχανία…Εκείνος ευτυχισμένος και πράος. Λέει: «Κάθε Σεπτέμβριο βλέπω σκληρά, παγωμένα, έτοιμα για βία πρόσωπα. Το Μάιο τα πρόσωπα αυτά γαληνεύουν, φωτίζονται…Γι’ αυτό συνεχίζω»…Εμείς φύγαμε, γυρίσαμε στη γιορτινή ζεστασιά της ζωής μας. Πίσω μας αφήσαμε τον πόνο, τη θλίψη και την απόγνωση του εγκλεισμού,  εφηβικές και νεανικές ψυχές που βασανίζονται από ό,τι μπορεί να προκαλέσει πόνο, επειδή έσφαλαν. Πότε πρόλαβαν να βγουν εκτός ζωής και γιατί; Το γιατί είναι το μέγα ερώτημα. Κι εκεί το οξύμωρο σχήμα παραμένει: σχολείο στη φυλακή, ή μήπως δεν είναι οξύμωρο;

Αφιερωμένο στα παιδιά που δεν προλάβαμε:

Share This: