Από το Ημερολόγιο του Μιχάλη Π., 20/01/2001
Η σημερινή συνάντηση της ομάδας μας ξεκινάει με αρκετές απουσίες, λόγω του διαγωνίσματος στη Γλώσσα που γράφουν τα μέλη μας της Γ’ από την προηγούμενη ώρα και εξαιτίας πρόσθετων υποχρεώσεων που είχαν τα απόντα μέλη της Β λυκείου. Αφού συζητήσαμε περί των επιλογών μας για «υιοθεσία» συγγραφέα ή ποιητή, ζωγραφικού πίνακα και μουσικού κομματιού, αλλά και περί του blog μας, ο Μέντωρ ξεκινάει την παρουσίαση του βιβλίου που μας έφερε, με τίτλο «Διαδοχικές Αναγνώσεις Ελλήνων Υπερρεαλιστών», του Αλέξανδρου Αργυρίου, ενώ την ίδια στιγμή καταφτάνουν και οι μαθητές της Γ’ προκαλώντας το συνηθισμένο θόρυβο.
Ο όρος «υπερρεαλισμός» θυμίζει στο Γιώργο τον Ανδρέα Εμπειρίκο, το εισηγητή του κινήματος στην Ελλάδα και αφού ο Μέντωρ μας λέει λίγα λόγια για εκείνον, μας εξηγεί τον όρο, δίνοντάς μας παράλληλα και το ιστορικό υπόβαθρο. Μας παρουσιάζει το κίνημα του υπερρεαλισμού ως αντίδραση στο θετικισμό και στη λογική που ήταν κυρίαρχα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, ένα κίνημα που συνδέθηκε –όπως, άλλωστε, ολόκληρη η τέχνη- με τις σημαντικές πνευματικές και πολιτικές ανακατάξεις (θεωρία της Σχετικότητας του Einstein, ψυχαναλυτική θεωρία περί υποσυνείδητου του Freud, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την καταστροφική πλευρά της επιστήμης και της λογικοκρατίας). Ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι κρύβει μέσα του μία «σκοτεινή πλευρά», την οποία και προσπάθησε να εκφράσει και μέσα από την υπερρεαλιστική τέχνη.
Από τα υπερρεαλιστικά ποιήματα απουσιάζει η δομή και οι αυστηροί συμβολισμοί. Το υπερρεαλιστικό ποίημα στοχεύει στη δημιουργία ενός κλίματος αποδόμησης που αιφνιδιάζει τον εσωτερικό κόσμο του αναγνώστη.
Για να το αντιληφθείτε ακούστε τον Α. Εμπειρίκο να απαγγέλλει «Στροφές στροφάλων» από την «Ενδοχώρα».
Σε αυτό το σημείο, μία μεγάλη παρένθεση ανοίγει στη συζήτησή μας, η οποία προκύπτει από τη σύνδεση της «σκοτεινής πλευράς» του ανθρώπου με το υποσυνείδητο, τον αρχεγκέφαλο και τα ένστικτα επιβίωσης που κρύβονται εκεί. Ο Μέντωρ, επηρεασμένος προφανώς από τον Πλάτωνα και τη θεωρία των γερμανών ιδεαλιστών και ρομαντικών, τώρα μας μιλάει για τον «Φυσικό», τον «Κοινωνικό», τον «Ηθικό» και τον «Αισθητικό» κόσμο , τους οποίους τοποθετεί σε ένα σχεδιάγραμμα στον πίνακα και μας δείχνει με ποιους τρόπους η ανθρώπινη συμπεριφορά εναλλάσσεται, υπάρχει και διαμορφώνεται μεταξύ αυτών των κόσμων. Συζητάμε για τη σημασία της παρουσίας του αισθητικού κόσμου στη ζωή μας και το πώς η τέχνη και η επιστήμη μπορούν να μας «ανοίγουν» δρόμους προς τα εκεί. Παρατηρούμε ότι οι πολύ σπουδαίοι καλλιτέχνες, και ιδιαίτερα οι ποιητές, όπως και οι μεγάλοι επιστήμονες ζουν κυρίως στον αισθητικό κόσμο, αντίθετα με την πλεοψηφία των ανθρώπων, και γι αυτό είναι διαφορετικοί και ελάχιστα προσαρμοσμένοι στην καθημερινότητα.
Στη συνέχεια, ο Μέντωρ μας διαβάζει ένα ποίημα του Αναστάσιου Δρίβα, από το βιβλίο – αφορμή της συζήτησής μας.
Ένα σπήλαιο είν’ η σκέψη μας
Τυφλά ζώα κοιμούνται μέσα.
Ο ήλιος που φωτάει απέξω
Δεν ήρθε να με ξυπνήσει.
Μόνοι βαδίζουμε στο δρόμο μας
Τα άστρα κι η σελήνη το ξέρουν:
Με τη νύχτα τραγουδάμε
Σε μια νύχτα που περνάμε.
Κι αν ελπίζουμε σε κάτι (άνθρωπε)
Είναι που θα ’ρθει η Άνοιξη.
Άνοιξη! Τα παιδιά σε προσμένουν
Τα πουλιά και τα δέντρα.
(Από τη συλλογή Μια δέσμη αχτίδες στο νερό, 1937)
Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το ανορθόδοξο αυτό ποίημα , καταλήγουμε ότι ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται για την ερμηνεία που θα δώσει ο αναγνώστης στο δημιούργημά του. Στο σημείο αυτό, ο Μέντωρ εκφράζει την προτίμησή του για ποιήματα κλειστά, ερμητικά και «δυσνόητα», τα οποία χρειάζονται προετοιμασία για να ερμηνευτούν, φέρνοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την ποιητική συλλογή «Κίλχη» του Σεφέρη.
Η ώρα έχει περάσει, η καθαρίστρια μας ρωτάει συνεχώς πότε θα φύγουμε. Έξω βρέχει ενώ όλοι είμαστε κουρασμένοι και πεινασμένοι.Έτσι η συνάντησή μας κλείνει με την ανάγνωση κάποιων ποιημάτων του άγνωστου στους περισσότερους ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα…
Μάϊος σε αρχαιότοπο
Τα λόγια μου ήταν έμφυτα
τά ’παιρναν της λιακάδας τα θροΐσματα
Μάης από τη μια πέτρα στην άλλη
φύσημα στο ρυάκι απ’ τ’ άλλο ρυάκι
Μάης στων χεριών τα ευρήματα
στις αρτηρίες που ακούγεται η ζωή
Τίποτα δεν ρωτούσα
δυό χιλιοστά η απόσταση απ’ τη μίμηση άστρων
κάθε χορτάρι μίμηση τού τι έχεις δει
και τι έχεις πιάσει
Μα εμένα αποβραδίς
με χώριζε σε ψυχικά υλικά ο Πλωτίνος
Σε τύλιγα αβαρής
Το άγγιγμα στο γόνατό σου είναι χρώμα
και το σεργιάνι απ’ τον Κεραμεικό ώς τ’ αυτί σου
ήταν ο δίχως σπλάχνα φίλος
που θα μ’ ακούει από αύριο αλλιώς
όπως μας άκουγε ένας θάμνος στην Ηφαίστου
και ύστερα πλάι ξανά στους Τρίτωνες
ο θάμνος μες στον γυάλινο αρχαιότοπο
Ήταν η αίσθηση έμφυτη
κι όπως εγώ, μια βυσσινιά με τύλιξε.
1982