Ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ του Ιταλού συγγραφέα Κλάουντιο Μάγκρις και του Αργεντινού συγγραφέα Αλμπέρτο Μανγκουέλ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Corriere della Sera» στις 2 Δεκεμβρίου 2007. Τον μεταφέρουμε από τη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, όπου και μπορείτε να τον διαβάσετε ολόκληρο.
ΜΑΓΚΡΙΣ: Η βιβλιοθήκη είναι ζωή, ελευθερία. Μας βοηθάει να αντιστεκόμαστε σε τυραννίες και κομφορμισμούς. Αλλά ως ολικό, από καθέδρας πρόγραμμα της γνώσης, που περιέχει τα πάντα, είναι και ανησυχητική. Το σχέδιο της ιδεώδους βιβλιοθήκης του Μπουλέ (1785), που αναπαράγεται στο βιβλίο του, διέπεται από την αδημονία ενός φαλανστηρίου, ενός κοσμικού ναού στον οποίο υπάρχουν τα πάντα και δεν απομένει καμία ρωγμή, κάποιο κενό, μια διαφυγή.
ΜΑΝΓΚΟΥΕΛ: Συμφωνώ. Το γεγονός ότι όλα τα λόγια του κόσμου είναι ή μπορεί να είναι κάτω από μία και μοναδική στέγη δεν σημαίνει ότι οι αναγνώστες τους ξέρουν να τα χρησιμοποιούν με τον σωστό τρόπο. Μια συσσώρευση γνώσεων δεν είναι γνώση και γνωρίζουμε ότι, παρ’ όλες τις δικές μας ελπιδοφόρες μεταφορές, ένα βιβλίο δεν είναι τίποτε άλλο από έναν σωρό χαρτιού σημαδεμένου με μελάνι και γίνεται ζωντανό μόνον όταν ο δημιουργός του το μετατρέπει σε κάτι υπαρκτό, ενεργό, αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν εγγυάται τίποτα. Είναι σχεδόν κοινός τόπος το να μιλάμε για όλους αυτούς τους τυράννους, τους βασανιστές, τους εγκληματίες που υπήρξαν και μεγάλοι αναγνώστες. Στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή, υπήρχε ένας στρατηγός ο οποίος, όταν ένας θαρραλέος δημοσιογράφος του είπε ότι κάποια μέρα θα δικαζόταν για τα τρομερά πράγματα που είχε κάνει, απάντησε απαγγέλλοντας από μνήμης τους τελευταίους στίχους του «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» και υπερηφανευόμενος ότι «φέρω μαζί μου άψογο, ακηλίδωτο, στο Θεό/ το πήληκιό μου!» . Και όσο σκέφτομαι ότι ο «Σιρανό» ήταν μία από τις πρώτες αγαπημένες εφηβικές μου αναγνώσεις!
ΜΑΓΚΡΙΣ: Μήπως υπάρχει μερικές φορές ο κίνδυνος ένα βιβλίο, αντί να είναι ένας κόσμος ή ένας ωκεανός στον οποίο βουτάμε για περιπετειώδεις ανακαλύψεις (όπως βουτούσα εγώ στον Γάγγη των «Μυστηρίων της μαύρης ζούγκλας» του Σάλγκαρι, που ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα), να γίνει ένα προστατευτικό κέλυφος, ένα οδόφραγμα που τοποθετούμε ανάμεσα σε μας και στη ζωή; «Ενα βιβλίο -έλεγε ο Βαλερί- βοηθάει να μη σκεφτόμαστε». Μας απομακρύνει από αυτό που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και που μας αγχώνει και όταν παίρνουμε το βιβλίο στα χέρια μας, αυτό γίνεται σαν ένα ξόρκι, όπως όταν το παίρνουμε ακόμα και στο γραφείο, ανίκανοι να βρεθούμε μόνοι μας με τους εαυτούς μας, έστω και για λίγα λεπτά.
ΜΑΝΓΚΟΥΕΛ: Το ξέρω. Είμαστε σαν τον Θερβάντες, ο οποίος έλεγε ότι διαβάζει ακόμα και τα σχισμένα χαρτιά που έβρισκε στον δρόμο. Δεν είμαι όμως βέβαιος ότι ο Βαλερί έχει δίκιο. Ακόμα και όταν μεταφερόμαστε από το ρεύμα των λέξεων, ακόμα και όταν αφηνόμαστε να μας παρασύρει το κείμενο, χωρίς να στεκόμαστε και να αναρωτιόμαστε πού πηγαίνουμε, η ανάγνωση αυτή καθεαυτήν, νομίζω, υποκινεί υποχρεωτικά τη σκέψη. Ισως όπως ένα κρυφό υποθαλάσσιο ρεύμα, όπως στα όνειρα. Γιατί τα λόγια καλούν, προκαλούν λόγια. Αυτό είναι που θα ήθελα να το αποκαλέσω «το να σκέφττεσαι με τσιτάτα», μια ιδιαίτερη μορφή σκέψης που γεννιέται από την ανάγνωση. Φυσικά η μεγάλη πλειονότητα της ανθρωπότητας δεν διαβάζει βιβλία.
ΜΑΓΚΡΙΣ: Οι βιβλιοθηκάριοι του Μούζιλ, που εσείς αναφέρετε, δεν διαβάζουν. Σήμερα αυτοί που διαβάζουν αληθινά είναι οι μη επαγγελματίες ανώνυμοι αναγνώστες, που δεν έχουν καμία υποχρέωση να διαβάζουν. Οι εξ επαγγέλματος αναγνώστες -κριτικοί, βιβλιοκριτικοί, εκδότες, καθηγητές, παρουσιαστές πολιτιστικών τηλεοπτικών εκπομπών-, που οφείλουν να ξέρουν να λένε κάτι για εκατοντάδες βιβλία, μπορούν μόνο να ξεφυλλίζουν κάμποσες σελίδες και το εξώφυλλο, χωρίς να διαβάζουν καμία. «Οποιος δεν διαβάζει έχει μιαν ανορεξική ψυχή» -έγραψε ο Μίρο Σιλβέρα στο απολαυστικό βιβλίο του «Βιβλιοθεραπεία»-, ασφυκτιά από έλλειψη πνευματικού οξυγόνου. Σε ένα ανάλογο αποτέλεσμα καταλήγουμε από μια βουλιμία για πάρα πολλά βιβλία, που μας ζαλίζει.
ΜΑΝΓΚΟΥΕΛ: Είμαστε άπληστοι για λόγια. Οπως ο Θερβάντες, οι περισσότεροι αναγνώστες τείνουν να διαβάζουν το κάθε τι, αναγνώσματα κάθε είδους. Και στις κοινωνίες μας, που είναι κοινωνίες της ευκολίας και της ταχύτητας, αυτή η τάση έγινε νοσηρή. Κάθε πράγμα μας περιβάλλει με κενούς θορύβους και με στείρες εικόνες, έτσι ώστε γίνεται αδύνατο να βρούμε τη σιωπή για να σκεφτούμε ή ακόμα και για να συζητήσουμε στα καφενεία και στα εστιατόρια, με τη μουσική να ακούγεται δυνατά και την τηλεόραση πάντοτε ανοιχτή. Ισως όμως αυτή η «βουλιμία», όπως εσείς την αποκαλείτε, να μη γεννιέται μόνον από την ανάγκη να αισθανθούμε λιγότερο μόνοι με τη μοναδική ηχώ των σκέψεών μας. Ας προσπαθήσουμε να είμαστε αισιόδοξοι. Ισως να έχουμε όλοι κάτι από την πίστη εκείνων των μουσουλμανικών αδελφοτήτων του Καΐρου, που δεν κατέστρεφαν ποτέ ένα κομμάτι γραμμένου χαρτιού, επειδή μπορεί να περιείχε μυστικά το όνομα του Θεού. Ισως να πιστεύουμε ασυνείδητα ότι στο επόμενο κομμάτι χαρτιού θα μας αποκαλυφθεί κάτι που θα μας φωτίσει ή θα μας σώσει. Αυτή η είναι η κρυφή μου ελπίδα.
Προτείνω ανεπιφύλακτα τη «Βιβλιοθεραπεία» με το «Δούναβη» του Μαγκρίς και τον «Όμηρο» του Μανγκουέλ.