28/1/11 (Ημερολόγιο της Αθηνάς).
Το πλήρωμα ανυπομονεί να εμφανιστεί ο καπετάνιος, αλλιώς Μέντωρ, για να ξεκινήσει ένα ακόμα ταξίδι στον κόσμο της λογοτεχνίας… προς κάτι καινούριο…Μια βδομάδα είχε περάσει απ’ την τελευταία μας συνάντηση και έπρεπε να αναφερθούμε αρχικά στο blog μας και στον τρόπο επικοινωνίας της ομάδας. Το άρθρο: «Κατώτερη μορφή επικοινωνίας και μορφή ψυχασθένειας το Facebook» σχολιάστηκε ιδιαίτερα.
Η Χίμαιρα, κατά κόσμον Πελαγία, μας ενημέρωσε για τα «γεγονότα της εβδομάδας» και πιο συγκεκριμένα για την έκθεση που πραγματοποιείται στο Μουσείο Μπενάκη για τη ζωή και το έργο του Δημήτρη Πικιώνη.
Ο κ. Κωνσταντίνου, τότε, βρήκε την ευκαιρία να αναφερθεί εκτενέστερα στον αρχιτέκτονα και ζωγράφο Δημήτρη Πικιώνη καθώς και στη σχέση του με ποιητές όπως ο Παπατσώνης, ο Σικελιανός, ο Εγγονόπουλος και ο Κόντογλου. Νοσταλγήσαμε όλους αυτούς που αποτέλεσαν την πνευματική μαγιά για τον ελληνικό πολιτισμό του 20 ου αιώνα και μελαγχολήσαμε λιγάκι αναλογιζόμενοι τη σημερινή πολιτιστική στασιμότητα και την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να δεχτεί τη δημιουργική επιρροή πνευματικών ανθρὠπων σαν τον Πικιώνη και τον πνευματικό κύκλο μέσα στον οποίο έδρασε.
Κλείνοντας όλες τις παρενθέσεις που είχαμε ανοίξει, ο Μέντωρ πήρε το λόγο και μας σύστησε τον Αλέξανδρο Κοτζιά. Αφού μας μίλησε για το, πραγματικά, άτυχο τέλος του (περπατώντας σκόνταψε, χτύπησε το κεφάλι του και σκοτώθηκε), μας επισήμανε κάποιους απ’ τους τίτλους των έργων του, όπως ο «Εωσφόρος», η «Αντιποίηση Αρχής» και η «Πολιορκία», το πρώτο του βιβλίο που αναφέρεται στα χρόνια της Κατοχής. Διαβάσαμε ένα μικρό απόσπασμα εντοπίζοντας επιρροές απ’ τον Κάφκα, του οποίου «Η Δίκη» έχει μεταφραστεί απ’ τον Κοτζιά, και τον Ντοστογιέφσκι, και επισημάναμε τον αριστοτεχνικό τρόπο που ο Κοτζιάς συνθέτει τις δύο «ανθρωπολογίες» για να δημιουργήσει τους δικούς του ήρωες, απόλυτα αρνητικά πρόσωπα, εξαρτημένα από ανεξέλεγκτα πάθη που προκαλούν την απέχθεια και τον οίκτο ταυτόχρονα.
Επιστρέφοντας ξανά στο απόσπασμα της «Πολιορκίας» , προσπαθήσαμε να εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο. Το σκοτάδι που γεννάει ο θάνατος της μητέρας στη ψυχή του παιδιού της φάνηκε στο πρόσωπο της μικρής Μαργαρίτας. Η σκληρότητά της , η απόσταση που κρατάει απ’ τον περίγυρό της είναι συνέπειες αυτού του συμβάντος που επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα ζωή της, καθώς το κορίτσι δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει την υπέρβαση για να υπερνικήσει αυτό που τη «στοίχειωνε», αλλά παρέμεινε εξαρτημένη απ’ το θάνατο, τις φρικτές και σκοτεινές σκέψεις, αλλά και απ’ το φόβο. Μάλιστα, το «μακάβριο» του αποσπάσματος συνεχίστηκε μέχρι το τέλος αφήνοντας μας μια γεύση πικρίας. Ξεκίνησε με το θάνατο, από την πείνα της Κατοχής, της φυσικής μητέρας της Μαργαρίτας, και τελείωσε με το θάνατο της θετής της μητέρας…Η Μαργαρίτα ένα τραγικό πρόσωπο, σκληρή δίνει την «αγάπη»μόνον με τη μορφή της ανταπόδωσης στη θετή της μητέρα.
Ο Μἐντωρ μας πρότεινε να διαβάσουμε ολόκληρο το βιβλίο για να ανιχνεύσουμε περισσότερο το ύφος της γραφής του Κοτζιά, αλλά και να αναζητήσουμε τις κριτικές και τις πολιτικές αντιδράσεις που προκάλεσε το συγκεκριμένο έργο καθώς ερέθισε πολλά στερεότυπα της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας. Ως επίλογο μας διάβασε ένα απόσπασμα από την εμβριθή ανάλυση του ποιητή Τίτου Πατρίκιου για την «Πολιορκία»:«… Οι άνθρωποι του άλλου χαρακώματος είναι θαμποί, σχηματικοί, σκεπασμένοι από το μισόφωτο όχι μόνο της πραγματικής τους παρανομίας, αλλά και μιας παρανομίας μυθιστορηματικής. Όμως αυτή η έλλειψη ευρύτητας αντισταθμίζεται από το βύθισμα του συγγραφέα, και μαζί του αναγνώστη, μέσα στις αβύσσους μιας ομάδας που δεν μπορεί να επιβιώσει παρά σκορπίζοντας το θάνατο και ταυτιζόμενη με το θάνατο. Βέβαια ο συγγραφέας θέλει να δείξει πως οι τυφλές δυνάμεις της βίας και της καταστροφής αναδύονται από παντού. Όμως το μυθιστόρημα, με τη δική του πια αυτοδυναμία, τις καθηλώνει στην ομάδα αυτή των φονιάδων, των συνεργατών των Γερμανών. Τα πρόσωπα που την αποτελούν είναι περιθωριακά λαϊκά ή μικροαστικά στοιχεία που είτε έχουν ήδη εξαθλιωθεί είτε βρίσκονται στη διαδικασία της εξαθλίωσης. Όσο κι αν οι νοοτροπίες κι οι συμπεριφορές τους θυμίζουν στην εξωτερικότητά τους τα κοινωνικά εκείνα συντρίμμια με τα οποία ασχολήθηκε μια παλιότερη ελληνική και ξένη πεζογραφία, τα πρόσωπα αυτά είναι ποιοτικά διάφορα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με απόβλητους προσκολλημένους όμως στην αντιδραστική ιδεολογία, που αποβλέπουν να ενταχθούν στις κυρίαρχες τάξεις, που είναι ταυτόχρονα καθοριζόμενοι και καθοριστικοί, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, αντικείμενα μιας κοινωνικοπολιτικής διαδικασίας που τους ξεπερνάει και μαζί δρώντα συστατικά της. Πιασμένοι σ’ ένα μεγαλύτερο γρανάζι γίνονται με τη σειρά τους μια μηχανή θανάτου, αλλά μηχανή ανθρώπινη. Πίσω από τα εφιαλτικά τους προσωπεία, η ανθρώπινη υπόσταση τους όλο και περισσότερο αλλοιώνεται, αποξενώνεται, χωρίς να εξαφανίζεται. Μια ανθρώπινη υπόσταση που εμπραγματώνει τις αρνητικές δυνατότητες που υπάρχουν στον καθένα. Γι’ αυτό και η ανησυχία, ο τρόμος που προκαλούν, δεν οφείλονται μόνο σ’ εκείνο που κάνουν και που γίνονται, αλλά και σ’ ό,τι μπορούν να προοιωνίσουν. Κι εδώ ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, φέρνοντας την είδηση και το μήνυμα της φρίκης, ανέλαβε έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο: τον κίνδυνο που είχε πάντα ο αγγελιοφόρος να τον ταυτίσουν με την καταστροφή που αγγέλλει. Κι ίσως επί χρόνια να τον ταύτισαν. Όμως, χάρη σ’ αυτή την τόλμη η Πολιορκία μπόρεσε να αναδείξει τους ιδεολογικοπρακτικούς μηχανισμούς που, για να συντηρηθούν, πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν’ αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους. Μέσα στη διάπλεξη των κατοχικών συγκρούσεων, η Πολιορκία δείχνει τους μηχανισμούς αυτούς σ’ έναν τερατώδη παροξυσμό. Αλλά δεν τους κλείνει μόνο σ’ αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο. Υποδηλώνει τη λειτουργία τους σε άλλα επίπεδα και μ’ άλλες μορφές, που έχουν προϋπάρξει. Έτσι, π.χ., ο Παπαθανάσης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, την πρακτική της μεταβολής του ανθρώπου σε «άλλον», της αναγωγής του σε αντικείμενο που είναι για να χρησιμοποιείται ή να καταστρέφεται, την έχει ήδη ασκήσει πάνω στους μαύρους της Αφρικής. Από την άλλη μεριά, η Πολιορκία αφήνει να διαφανεί πως οι μηχανισμοί αυτοί, παρά το ότι φέρουν το σπέρμα της αυτοκαταστροφής τους έχουν και μια δική τους δύναμη διαιώνισης, παρά την εξάρτηση τους από την άρχουσα τάξη έχουν μια τάση αυτονόμησης. Απ’ αυτή την άποψη είναι ένα βιβλίο προδρομικό και τελικά «επίκαιρο»: προοιωνίζει την ανάπτυξη που αυτοί οι μηχανισμοί πήραν μέσα στη δικτατορία, καθώς από λειτουργικοί πήγαν να γίνουν δομικοί. Η γραφή της Πολιορκίας είναι βασανισμένη και βασανιστική, γεμάτη ουλές, άλλοτε ρέουσα και ταιριαστή, άλλοτε συγκεκομμένη και παράταιρη. Όπως κι οι πυροβολισμοί που τότε έπεφταν στην Αθήνα, άλλοτε κατά ριπές κι άλλοτε κατά βολές, άλλοτε ξαστοχώντας κι άλλοτε βρίσκοντας το στόχο τους. Κι απ’ αυτή την πλευρά – που δεν είναι η λιγότερο σημαντική – άνοιξε, μαζί με λιγοστά άλλα μυθιστορήματα, έναν άξιο δρόμο, ξεκόβοντας από την προηγούμενη πεζογραφία του στιλβωμένου, γλυκερού ύφους, έτσι όπως η κατοχική Αθήνα είχε ξεκόψει από τη «μενεξεδένια πολιτεία» της προπολεμικής ειδυλλιακότητας». Τίτος Πατρίκιος , Φεβρουάριος 1977.
…Κι έτσι το καράβι έφτασε για άλλη μια φορά στον προορισμό του . Η καθαρίστρια του περίμενε πως και πως το τέλος της συνάντησης, οπότε ο χρόνος δεν έφτασε για να συζητήσουμε λίγο περισσότερο. Το πλήρωμά του ανυπομονεί την επανένωσή του για το επόμενο ταξίδι…