Στην τελευταία συνάντησή μας, την Παρασκευή 18/03/2011, ξεκινήσαμε να συζητάμε πάνω στο θέμα: «Η λογοτεχνία φέρνει την ιστορία στο παρόν». Σήμερα, στην εφημερίδα «Καθημερινή» η κα Ελισάβετ Κοτζιά από τη στήλη της «Διακρίνοντας» και με τον τίτλο «Λιβύη» παραθέτει ενδιαφέρουσες απόψεις που θα μπορούσαν να προεκτείνουν τον προβληματισμό μας πάνω στο θέμα. Αντιγράφω, λοιπόν, για σας: «Oλα αυτά συνέβησαν πριν γεννηθούμε. Εχουμε, ωστόσο, νιώσει τον παραληρηματικό πυρετό ή το ασίγαστο μίσος που διάβρωσε τις ψυχές στα χρόνια του Εμφυλίου. Κι έχουμε αισθανθεί τον αφόρητο πόνο του σώματος απ’ τις φρικτές δοκιμασίες της Μακρονήσου. Διότι έχουμε διαβάσει και την «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού και την «Πολιορκία» του Αλέξανδρου Κοτζιά· και τον «Λοιμό» του Ανδρέα Φραγκιά και το «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται» του Νίκου Κάσδαγλη. Ούτε στη Μαύρη Αφρική ταξιδέψαμε. Γνωρίζουμε ωστόσο τις επιπτώσεις απ’ την ενδημική διαφθορά της χώρας που φιλοδόξησε να αποτελέσει τη Γη της Επαγγελίας για τους απελεύθερους μαύρους των ΗΠΑ – τη Λιβερία. Κι ακόμα, τον απαίσιο ίλιγγο απ’ τη δίνη των εμφύλιων σφαγών ανάμεσα στις αλληλοσπαρασσόμενες φυλές των ιθαγενών και τους αδίστακτους, ξένους και αυτόχθονες, διεκδικητές της εξουσίας. Διότι το «American Darling» του Ράσελ Μπανκς μάς εκτόξευσε κατ’ ευθείαν μεσα στην καρδιά του πολιτικού σκότους. Κι ακόμα, «Το κλουβί της σαύρας» της Καναδής Κάρεν Κόνελλυ μας έκλεισε μέσα στην ασφυκτική απομόνωση των κελιών της αιμοσταγούς βιρμανικής χούντας – εκεί όπου το ανάλγητο «κρατικό συμβούλιο» έχει σαράντα χρόνια τώρα, φυλακίσει τον λαό της Μιανμάρ μέσα στην ίδια του τη χώρα.
«Τι είναι πιο αποτελεσματικό προκειμένου να καταλάβουμε τη Ρωσία του 19ου αιώνα, το “Πόλεμος και ειρήνη” ή ένα βιβλίο ιστορίας;» Το ερώτημα που έθεσε ο επιφυλλιδογράφος των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» Gideon Rachman δεν είναι ρητορικό. Η βιωματική γνώση που εξασφαλίζει ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι μερικές φορές ριζοσπαστικότερη, ανατρεπτικότερη και συγκλονιστικότερη από τη γνώση που προσφέρουν οι πληροφορίες μιας πολιτικής ανάλυσης. Αν οι δυτικοί δημοσιογράφοι είχαν διαβάσει το μυθιστόρημα του Hisham Matar «In the country of men», συνεχίζει ο Rachman, δεν θα αντιμετώπιζαν τον Καντάφι ως έναν μπουφόνο Βορειοαφρικανό δικτάτορα με γελοίες στολές και στομφώδεις λόγους. Θα αντιλαμβάνονταν, αντιθέτως, τον παραλυτικό φόβο που τρώει τα σωθικά όταν ζεις σε ένα καθεστώς εξαφανίσεων, συλλήψεων και βασανισμών που καταλύει κάθε έννοια ανθρώπινης σχέσης. Η ικανότητα ενός αφηγήματος να μεταδίδει το ασφυκτικό αίσθημα της αδικίας σημαίνει ότι το μυθιστόρημα μπορεί να αλλάξει την ιστορία. Δεν συνέβη το ίδιο, αναρωτιέται ο Rachman, με την «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» της Χάριετ Μπίτσερ Στόου στις παραμονές του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου; Και δεν αποτελεί το «Μια μέρα του Ιβαν Ντενίσοβιτς» γλαφυρό τεκμήριο της αγριότητα των σοβιετικών γκουλάγκ;
Το 1970 ο Jaballa Matar ήταν μέλος της λιβυκής αντιπροσωπείας στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, όπου γεννήθηκε και ο γιος του Hisham. Το 1973 επέστρεψε στην Τρίπολη και το 1979 αναγκάστηκε να διαφύγει με την οικογένειά του στο Κάιρο καθώς θεωρήθηκε εχθρός του λιβυκού επαναστατικού καθεστώτος. Το 1990, ο Jaballa Matar εξαφανίστηκε και έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Δεν αποκλείεται, σύμφωνα με συγκεχυμένες πληροφορίες, να είναι έγκλειστος στις φυλακές του Καντάφι. Ο γιος του Hisham Matar είναι σήμερα εγκατεστημένος στο Λονδίνο και το αγγλόφωνο πρώτο του μυθιστόρημα «In the country of men» ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker 2006. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Τhe anatomy of a disparition», κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες και παρ’ ότι εμπνευσμένο από την πατρική εξαφάνιση δεν είναι αμιγώς αυτοβιογραφικό.
Ο Gideon Rachman είναι πεπεισμένος πως η μυθοπλασία ανοίγει τον δρόμο για την πολιτική αλήθεια. (Αναμφίβολα! Διότι δανείζοντας τη φωνή της στους φιμωμένους που αναγκαστικά σιωπούν, η μυθοπλασία αίρει το εύκολο επιχείρημα του «δεν ήξερα». Ετσι, δεν θα μπορεί τόσο ανώδυνα ο περίφημος υπέρμαχος του τρίτου δρόμου Αντονι Γκίντενς, του London School of Economics, να ανακαλύπτει στο καθεστώς του Καντάφι την ανατέλουσσα Νορβηγία της αφρικανικής ηπείρου!) Γι’ αυτό ο Βρετανός επιφυλλιδογράφος ζητάει, όπως εξηγεί, από τους ξένους φίλους του να του υποδεικνύουν κάθε τόσο ποια καλά μυθιστορήματα κυκλοφορούν στην περιοχή τους. Εκτός λοιπόν από το γνωστό «Μέγαρο Γιακουμπιάν» του Αλάα αλ-Ασουάνι, που συνέλαβε την ατμόσφαιρα στην Αίγυπτο του Χόσνι Μουμπάρακ, και εκτός από την επίσης γνωστή «Ατίμωση» του Νοτιοαφρικανού J.M.Coetzee, ο Gideon Rachman προτείνει το βραβευμένο με Booker 2008 μυθιστόρημα του Ινδού Aravind Adiga «The white tiger», το οποίο μας πληροφορεί τι συμβαίνει πίσω από τα φανταχτερά σλόγκαν για τις ανθηρές οικονομικές επιδόσεις της σύγχρονης Ινδίας. Κι επίσης το ευκολοδιάβαστο μπεστ σέλερ «Σημειώσεις ενός δημόσιου υπαλλήλου» του Wang Xiaofang για την ασύλληπτης κλίμακας εξάπλωση της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό της απέραντης Κίνας».