«Γενάρχης της νέας ποίησης και πατέρας της μοντέρνας συνθήκης ο Μπωντλαίρ τάραξε τον αιώνα του ρίχνοντας τη βόμβα των “Ανθέων του Κακού”. Μ’ αυτή και μόνο την ποιητική του συλλογή αντιμίλησε στις πνευματικές και κοινωνικές καθεστηκυίες της εποχής του, δίνοντας όπως θα του αναγνωρίσει ο Τ.Σ. Έλιοτ “το μέγιστο παράδειγμα νεωτερικής ποίησης όλων των γλωσσών”. Έτσι τα “Άνθη” του φτάνουν στις μέρες μας ανέπαφα, λες, διατηρώντας όλη τη δύναμη και τη δυναμική ενός σπουδαίου έργου, καρπού ενός δημιουργού που κατόρθωσε να υπερβεί την εποχή του. Επίκαιρος παρά ποτέ, ο Μπωντλαίρ και πάλι στο προσκήνιο….Έργο αντικομφορμιστικό “Τα Άνθη του Κακού”, δίνει την ευκαιρία στον Μπωντλαίρ να εκφράσει την αντίθεσή του με τα κοινωνικά και πνευματικά ρεύματα της εποχής του. Ο ποιητής απορρίπτει τις πλάνες του ρομαντισμού ενώ παράλληλα εξεγείρεται ενάντια στην κατάσταση της ανθρωπότητας. Βάζει στη θέση της φύσης την πυκνοκατοικημένη πόλη και στη θέση της ηθικής το κακό και αφήνοντας πίσω του τον ρομαντισμό δημιουργεί μια σύγχρονη “θεία Κωμωδία” με ήρωες πόρνες, ζητιάνους, θανατόφιλους, νοσηρά ερωτευμένους…
Ο Μπωντλαίρ αρχίζει να συνθέτει τη μοναδική ποιητική του συλλογή από 20 χρονών. Στα 18 του έχει ήδη προσβληθεί από σύφιλη και έχει αρχίσει τη χρήση των ναρκωτικών ουσιών. Η έκλυτη ζωή του στο Καρτιέ Λατέν, η κατασπατάληση του μεγαλύτερου μέρους της πατρικής κληρονομιάς σε κάθε είδους ηδονές και εμμονές, οδηγούν τη μητέρα του να αναλάβει δικαστικά την εποπτεία του. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες αρχίζει τη σύνθεση των “Ανθέων” του, που συνολικά αριθμούν γύρω στα 120 ποιήματα, και παράλληλα δημοσιεύει τεχνοκριτικά κείμενα σε έγκυρα περιοδικά. Την ώρα που ενώνει τη φωνή του με τον Φλωμπέρ και τον Ουγκώ εναντίον της κυβέρνησης του Ναπολέοντα Γ’, δεν αντιστέκεται στις ηδονές. Το 1855, μόνο σ’ ένα μήνα, αλλάζει έξι τόπους διαμονής. Ωστόσο ούτε ο τρόπος που επιλέγει να ζήσει ούτε η μεγάλη ψυχική του ένταση μπορούν να σταθούν εμπόδιο στον ποιητικό του δρόμο πολλώ δε μάλλον να αναιρέσουν το μέγεθος της πνευματικής του οντότητας. Όπως θα γράψει χαρακτηριστικά η Λίζυ Τσιριμώκου στο δοκίμιό της “Η λυρική μουσολογία του Μπωντλαίρ και του Καρυωτάκη”, “λέγοντας μοντέρνα λογοτεχνία εννοούμε συνήθως το τμήμα εκείνο της λογοτεχνικής παράδοσης που μεταστρέφεται θεματικά και μορφολογικά μετά την παρέμβαση του έργου του Μπωντλαίρ, ο οποίος ανήγαγε άλλωστε τη modernite σε δεσπόζουσα έννοια της νέας αισθητικής”. Στις 21 Ιουνίου 1857 κυκλοφορούν τα “Άνθη του Κακού”. Ο Ουγκώ τα υποδέχεται ως “νέο ρίγος στην τέχνη”, ο Φλωμπέρ στέλνει αμέσως επιστολή στον Μπωντλαίρ γράφοντας “…είναι τώρα οχτώ μέρες που τα ξαναδιαβάζω στίχο στίχο, λέξη λέξη. Ναι μου αρέσουν πολύ. Και με μαγεύουν. Είστε σκληρός σαν μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την εγγλέζικη ομίχλη”. Ο Γκωτιέ θα γράψει ότι αυτά τα ποιήματα “είναι σαν πολύτιμα πετράδια που ένας μεγάλος τεχνίτης τα κατεργάζεται σοφά κι αρμονικά. Μ’ αυτά ο Μπωντλαίρ στόλισε τη Μούσα”. Όμως το κακό ελλόχευε. Η επαναστατικότητα, ο αντικομφορμισμός, η άρνηση του αστικού πνεύματος, και η εξέγερση που κρύβει κάθε στίχος των “Ανθέων” δεν είναι συμβατά με την εποχή. Ο Γκουστάβ Μπουρντέν θα καταγγείλει την ανηθικότητα της συλλογής σε ένα μικρονοϊκό και μοχθηρό κείμενο που δημοσιεύεται στις 5 Ιουλίου στη “Φιγκαρό”. Η θύελλα έχει ξεσπάσει. Στις 21 Αυγούστου, μετά τη δίκη του βιβλίου, το δικαστήριο του Παρισιού καταδικάζει τον Μπωντλαίρ και τους εκδότες του βιβλίου για προβολή της δημόσιας αιδούς επιβάλλει πρόστιμο 300 φράγκων, διατάσσει την απόσυρση του βιβλίου και την απάλειψη έξι ποιημάτων, των περίφημων “Απαγορευμένων”. Είναι η αρχή του τέλους του Μπωντλαίρ. Έναν αιώνα μετά, μόλις το 1949, το γαλλικό κράτος άρει αυτή την καταδικαστική απόφαση αποκαθιστώντας το έργο του ποιητή. Ο Μπωντλαίρ, ακριβώς δέκα χρόνια μετά τη δίκη των “Ανθέων του Κακού” πεθαίνει καταβεβλημένος από τη σύφιλη και τα νηπενθή φάρμακα. Είναι Αύγουστος 1867 και ο ποιητής 46 χρονών». (του Κρημνιώτη Π. στην εφημερίδα Αυγή, 22/11/2009)