Κάθε φορά που βλέπω τους έφηβους μαθητές μας να απελπίζονται, να ασφυκτιούν από την πίεση και να αγωνιούν για τις εξετάσεις, να αντιδρούν- άλλοτε ευγενικά κι άλλοτε με κείνη την απερίσκεπτη στιγμιαία ορμή της νιότης – δε μπορώ να πω ότι τους λυπάμαι ούτε ότι τους καταλαβαίνω. Περιέργως το μυαλό μου πλημμυρίζει από εικόνες εφηβικής αμεριμνησίας και ζωής, όχι μόνον όπως αναδύονται από τη δική μου εφηβική εμπειρία, αλλά όπως «κατασκευάστηκαν» από τις νοητικές αναπαραστάσεις των περιγραφών και των αφηγήσεων της λογοτεχνίας. Σήμερα, μου ήρθε στο νου ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα για την εφηβική ζωή, «Ο φύλακας στη σίκαλη» του ιδιόρρυθμου αμερικανού συγγραφέα Σάλιντζερ. Ας είναι, λοιπόν, ένα από τα διαβάσματα του καλοκαιριού. Μια πρόγευση θα μπορούσαν να είναι οι απόψεις που κατέγραψαν παλιότερα στην Ελευθεροτυπία, κάποιοι δικοί μας συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και η μεταφράστρια του έργου στα ελληνικά (1978), ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη. Μεταφέρω ένα «εράνισμα» από τις απόψεις του Σωτ. Δημητρίου: «Στο πικρό πρόσωπο του νεαρού ήρωα έχει αφήσει τα ίχνη της, εκτός των άλλων, και η τρομώδης εκπαίδευση, που συνεχίζει και στις μέρες μας την κακοποιό δράση της. Τότε που το διάβασα τον ζηλέψα που την κλότσησε και πήρε τους δρόμους. Πήρε δρόμο επίσης και απ’ την αγχωτική, υπό προϋποθέσεις, αγάπη της οικογενείας, που όπως κάθε οικογένεια φορτώνει στους γόνους της όλο το βάρος της Γης. Πώς φεγγοβολάει, όμως, στο βιβλίο η αγάπη της αδελφής του προς αυτόν, πόσο βαθιά χαράσσει τον αναγνώστη η αντίδραση του ήρωα σ’ αυτή την αγάπη. Τέλος, πώς σοφά αποποιείται το πικραμένο αγόρι όλη την εμετική κοινωνική διάκριση και όνειρό του είναι, όπως εξομολογείται στην αδελφή του, να φυλάει τα παιδιά που παίζουν για να μην πέσουν στον γκρεμό. Φύλακας στο καραούλι της πρακτικής αγάπης, αυτό που οφείλει να είναι το πρώτο μέλημα του ανθρώπου και το εκφράζει θαυμάσια η αρβανίτικη προτροπή «ρουα-ρούχου», δηλαδή «φύλαξε-φυλάξου». Και η άποψη του Χρ. Χρυσόπουλου: « Ο Κόλφιλντ μοιάζει αποκλεισμένος -ακόμα και θυματοποιημένος- από τον κόσμο γύρω του, αισθάνεται παγιδευμένος «στην άλλη πλευρά», όπως λέει ο ίδιος, και διαρκώς ψάχνει κάποιον δρόμο διαφυγής από την ανοίκεια για τον ίδιο πραγματικότητα. Υπάρχει άραγε καλύτερη μεταφορά για τους φόβους που γεννά η επώδυνη χειραφέτηση των χρόνων της εφηβείας; Η αποξένωση ως μέσο αυτοπροστασίας, ο φόβος της ενηλικίωσης, η πλαστότητα του κόσμου των ενηλίκων, το δίλημμα των διαπροσωπικών σχέσεων και της σεξουαλικότητας, το ψεύδος και η εξαπάτηση είναι ζητήματα που διατρέχουν το βιβλίο σε όλη του την έκταση. Εδώ όμως υπάρχει και κάτι βαθύτερο. Οι προβληματισμοί του νεαρού Κόλφιλντ αφορούν όχι μόνο τον εκάστοτε αναγνώστη αλλά και τον συγγραφέα Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, καθώς και τη θέση του ίδιου του έργου στον αμερικανικό κανόνα: ας μην ξεχνάμε ότι κυκλοφόρησε το 1951, δηλαδή όταν πρωτοεμφανίστηκε το φαινόμενο της νεανικής -ή ακόμα και γενικότερα της λαϊκής- κουλτούρας (youth/pop culture). Με αυτόν τον τρόπο το βιβλίο αποκτά τη σημασία ενός ντοκουμέντου για την ιστορική διαδρομή του σύγχρονου πολιτισμού (όπως π.χ. και το Rock around the clock του Μπιλ Χέλεϊ, που ηχογραφήθηκε τρία χρόνια αργότερα).