Ένα από τα διηγήματα του έργου «Οι Δουβλινέζοι» του Τζόυς. «…Ο Τζίμι σκορπά τα λεφτά τού μπαμπά σε μουσικούς, χαρτιά και αυτοκίνητα, πρόθυμος να τα χάσει όλα προκειμένου να μπει στον κύκλο των πλούσιων ξένων νεαρών μποέμ. Η Εβελιν έχει μπροστά της το εισιτήριο που θα την απαλλάξει από μια μίζερη και υποταγμένη ζωή, αλλά δεν τολμά -από φόβο- το ταξίδι της ελευθερίας. Ο Κόρλεϊ πουλά αδιάντροπα έρωτες σε υπηρετριούλες, αποσπώντας τους λεφτά για να διασκεδάσει με τους φίλους του. Ο Λένεχαν, στα τριάντα του, έχει απαυδήσει να τη βολεύει με τεχνάσματα και να ονειρεύεται μάταια μια καλή δουλειά και ένα δικό του σπίτι. Η Μαντάμ Μόνεϊ φροντίζει η κόρη της να ατιμαστεί, ώστε να εξασφαλίσει έναν καλό γάμο. Ο μικρός Τσάντλερ ζηλεύει τον επιτυχημένο στην Αγγλία φίλο του και νιώθει πόσο μάταιο είναι να αγωνίζεται ενάντια στη μοίρα σε μια χώρα όπου για να πετύχεις πρέπει να την εγκαταλείψεις. Ο Φάρινγκτον καταφεύγει σε τοκογλύφους για να μπορέσει να μετάσχει στα παραδοσιακά κεράσματα στις παμπ κι έπειτα ξεσπά στα παιδιά του για τη φτώχειά του. Οι «Δουβλινέζοι» του Τζέιμς Τζόις, εκείνοι οι αντιήρωες του ξεπεσμού, του περιθωρίου, του κενού…»
Ρεαλισμός και ευαισθησία: Τα διηγήµατα του Τζόυς περιγράφουν µε τολµηρά ρεαλιστική µατιά (θυμίζοντας το γαλλικό νατουραλισμό) αλλά και µε ευαισθησία τον ηθικό µαρασµό και το ψυχολογικό αδιέξοδο των ηρώων – ατόµων που ασφυκτιούν καταπιεσµένα από τις αναχρονιστικές αντιλήψεις της µικροαστικής κοινωνίας του ∆ουβλίνου (αρχές 20ου αι.), χαρακτηριστικό της οποίας μια μίζερη εξωτερική, αλλά και εσωτερική καθημερινότητα.
Κεντρικό θέµα : η παράλυση που χαρακτηρίζει την Ιρλανδέζικη ζωή αλλά και η ατοµική – ηθική – παράλυση των ηρώων.
Η δραματική θέση της ηρωίδας: Η Έβελιν είναι µια νεαρή γυναίκα µε ταραγµένο εσωτερικό κόσμο, αποφασισµένη να εγκαταλείψει το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον και τον περιορισμένο κοινωνικό της ορίζοντα, που την έχει γεράσει πρόωρα, και ν’ αναζητήσει την ευτυχία σε µακρινούς τόπους µε τον Φρανκ, τον άντρα που αγαπάει. Κουράστηκε να σκέφτεται τη στερηµένη ζωή που έχει ζήσει, την µάνα που χάθηκε, τον αδερφό της Ερνέστο που δεν υπήρχε πια και το Χάρη που δούλευε πολύ σκληρά στην επαρχία και συνήθως έλειπε µακριά από το σπίτι καθώς και το δύστροπο πατέρα της που όλο γκρίνιαζε για τα λεφτά. Η φυγή είναι η λύτρωσή της απ’ όλ’ αυτά, έχει όμως ηθικούς ενδοιασμούς και ενοχές καθώς θα αθετούσε την υπόσχεση που είχε δώσει στην πεθαµένη µητέρα της. Ο Φρανκ της προσφέρει τη χαρά που της έλλειπε, υποσχόμενος µια διέξοδο με αγάπη και ευτυχία. Η ηρωίδα, τελικά, δε θα μπορέσει να τολμήσει την «έξοδο» παραμένοντας στη
Σκηνοθετική δομή αποτελούμενη από δύο εικόνες:
Εικόνα πρώτη: (το παρελθόν καθορίζει το παρόν): η Έβελιν συµβιώνει µε το παρελθόν και αναθυµάται τη ζωή που έζησε. Με τις περιγραφές και με λεπτοµερειακή αφήγηση ο συγγραφέας αποδίδει τη διάθεση που προκαλεί στη νεαρή γυναίκα το παρελθόν ως παρακαταθήκη δέσμευσης και εγκλωβισμού στο οικογενειακό της καθήκον. Η περιγραφή προσανατολίζει τον αναγνώστη παρέχοντάς του πληροφορίες για το βασικό χαρακτήρα που περιγράφεται αλλά και για το µέλλον που πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Επίσης περιγράφονται και αισθήσεις της νεαρής γυναίκας που διαφοροποιούνται ανάλογα µε τη διάθεσή της. Η πραγµατικότητα γύρω της γίνεται συµβολική: το σπασµένο αρµόνιο = η διαλυµένη ζωή, οι υποσχέσεις που δόθηκαν στη µητέρα της = η Έβελιν που µένει χωρίς ουσιαστική ανταµοιβή. Τα ακατάληπτα λόγια της τρελής µάνας = η ζωή χωρίς κάποιο νόηµα.
Εικόνα δεύτερη: με έντονη δραµατικότητα, καθώς το δίληµµα της Έβελιν γίνεται µια απρόβλεπτη απόφαση (δες άποψη Τζόυς για ξαφνικές «επιφάνειες» στη δράση των ηρώων του). Το παρελθόν επανασημασιοδοτείται μέσα στο παρόν και ανατρέπει τα γεγονότα (περιπέτεια). Αναδεικνύεται η ειρωνεία που µέσα από το παρελθόν εισχωρεί και καθορίζει το µέλλον της ηρωίδας Η τελευταία φράση του διηγήµατος «στα µάτια της δεν υπήρχε κανένα σηµάδι……ούτε καν αναγνώρισης» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παρωδία ρεαλιστικής αιτιολόγησης για τη σταθερή προσκόλληση της ηρωϊδας στην ενοχική αντίληψη του καθήκοντος. Οι ενοχές τελικά νικούν τον πόθο της ψυχής και η Έβελιν καθηλώνεται εκεί στη µίζερη ζωή.
Η κοινωνία συνθλίβει το άτομο: Οι κοινωνικές συμβάσεις είναι βαθιά ριζωμένες και επικρατούν επιβεβαιώνοντας την «παράλυση» των ανθρώπων που έχουν μάθει να τις υφίστανται. Εσωτερικά κατεστραμμένοι, με ηττοπαθή διάθεση και φόβο για κάθε καινούργιο δρόμο ζωής, αδυνατούν να υπερβούν την καταπίεση των συναισθημάτων τους. Συμβιβάζονται καθώς νιώθουν ασφαλείς μέσα στη βασανιστική ηθική του κοινωνικού τους περίγυρου.
Εκφραστική δύναμη και αρτιότητα αφηγηματικού λόγου: πυκνή φράση, την περιεκτική συντοµία, γρήγορη ροή λόγου, ειδικά σ’ ό,τι αφορά το παρελθόν. Όλα αυτά διαμορφώνουν στο κείμενο έναν εσωτερικό ρυθµό, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται τελικά ποιητική υποβλητικότητα των καταστάσεων και των συναισθημάτων.