Ο Κωστής Παπαγιώργης στη στήλη του Βιβλιομανία (Lifo) μας αποκαλύπτει, με τη γνωστή ευθύβολη, κριτική του ματιά, την πραγματικότητα και τη διαχρονικότητα του «αλλόκοτου ήρωα», Μπάρτλμπυ, στο πεζογράφημα «Ο Γραφέας» του Χέρμαν Μέλβιλ:
«Ο άνθρωπος που κρατά τον ρόλο του αφηγητή στον Γραφέα του Χέρμαν Μέλβιλ είναι δικηγόρος με ορθόδοξη συμπεριφορά, τόσο μέσα όσο και έξω απ’ τα δικαστήρια. Μάλιστα, η αυτογνωσία του φτάνει στο σημείο να ομολογεί ότι «από τα νεανικά του χρόνια και εντεύθεν ήταν βαθύτατα πεπεισμένος ότι στη ζωή ο ευκολότερος δρόμος είναι και ο καλύτερος». Άρα, είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με ορθόδοξο χαρακτήρα, ο οποίος σπανίως χάνει την ψυχραιμία του, ξέρει να συνεργάζεται κι επιπλέον δείχνει κατανόηση στους ανθρώπους. Απόδειξη ο τρόπος που περιγράφει τους τρεις γραφείς που απασχολεί στο γραφείο του: τον Διάνο, τον Δαγκάνα και τον Πιπερόριζα.
Ο Διάνος, γύρω στα εξήντα, τα πρωινά είχε ροδοκόκκινη χροιά στο πρόσωπό του, αλλά μετά το μεσημέρι το έτσουζε, με αποτέλεσμα να κάνει λάθη και ν’ αφήνει μελανιές και μουντζούρες στα έγγραφα. Ο Δαγκάνας, ένας χλωμός νεαρός γύρω στα είκοσι πέντε, είχε δύο γνωρίσματα: ήταν φιλόδοξος κι έπασχε από δυσπεψία. Πιστός στο μέγα επιχείρημα της κωμωδίας των παράλληλων βίων (όπως θα έλεγε ο Μπερξόν), ο αφηγητής επιμένει στις αλλόκοτες αναλογίες των δύο υπαλλήλων: όταν ο Δαγκάνας ήταν σε έξαρση, ο Διάνος ήταν σε ύφεση και τανάπαλιν. Όσο για τον Πιπερόριζα, ένα παιδάριο δώδεκα ετών, έκανε δουλειές του ποδαριού και δεν πολυχρησιμοποιούσε το γραφειάκι του.
Μέχρι εδώ έχουμε την εντύπωση ότι διαβάζουμε ένα κωμικό διήγημα και όντως έτσι έχουν τα πράγματα, ίσαμε τη στιγμή που εμφανίζεται ο Μπάρτλμπυ. Γενικά, στη λογοτεχνία ο διάκοσμος είναι απολύτως απαραίτητος, και ειδικά όταν αναγγέλλεται η αιφνίδια έλευση του κεντρικού προσώπου, όπου είναι διακριτές η «χλωμή ευπρέπεια, η σπαρακτική αξιοπρέπεια και η αθεράπευτη μοναξιά». Ο νεοσύλλεκτος γραφέας έδειξε απροσδόκητη φιλοπονία κι έφερνε σε πέρας ασύλληπτο όγκο γραφικής εργασίας. Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι τη μοιραία στιγμή που, καθώς το αφεντικό του γραφείου τού ζητεί ν’ αντιπαραβάλουν ένα μικρό έγγραφο, απροειδοποίητα απαντάει ορθά κοφτά: «Θα προτιμούσα όχι»! Έτσι, έχουμε έναν αλλόκοτο ήρωα που σε όλο το μάκρος του διηγήματος ξεστομίζει μια μόνο φράση («θα προτιμούσα όχι»), την οποία παραλλάσσει κατά το δοκούν και κατά περίσταση. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι εν τέλει θα καταλήξει στη φυλακή με τη σαθρή κατηγορία της επαιτείας· το σημαντικό και νεοφανές είναι ότι αυτός ο άνθρωπος συνιστά αίνιγμα και για τον ίδιο του τον εαυτό, οπότε δικαιολογημένα ο δικηγόρος συμπεραίνει: «Θα μπορούσα να ελεήσω το σώμα του· αλλά δεν έπασχε το σώμα του· η ψυχή του ήταν εκείνη που υπέφερε, και την ψυχή του δεν μπορούσα να την προσεγγίσω».
Αραγε, ειχε καποια σχεση η στάση του Μπάρτλμπυ με τον ίδιο τον Μέλβιλ που «δεν πουλούσαν» τα βιβλία του; (Ο Μόμπι Ντικ δεν εξάντλησε ούτε καν την πρώτη του έκδοση.) Το 1851 έγραφε στον Χώθορν: «Με καταριούνται τα δολάρια… Αγαπητέ μου φίλε, έχω ένα προαίσθημα… ότι τελικά θα εξαντληθώ και θα πεθάνω… Αυτά που λαχταρώ να γράψω είναι όλα καταδικασμένα – δεν πουλάνε. Από την άλλη όμως, το να γράψω αλλιώς – δεν το μπορώ». Σε άλλη του δήλωση τόνιζε οτι «Δεν γεννήθηκα για να μου επιβάλλουν οι άλλοι τι να κάνω. Θα αναπνέω όπως μου αρέσει», θέση που μοιάζει να συγγενεύει με το «Θα προτιμούσα όχι». Η κριτική, όπως ξέρουμε, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα σήκωσε με περισσή φροντίδα τα μανίκια της για να τοποθετήσει και να ερμηνεύσει αυτό το αινιγματικό πρόσωπο. Ο Ζιλ Ντελέζ, στο κριτικό απόσωμά του, παραθέτει όλα τα δαιμονικά ζεύγη που ενδέχεται ν’ αφορούν τον Μπάρτλμπυ: γλώσσα – αρχιγλώσσα, ψύχωση – νεύρωση, τρέλα ανά δύο, σωσίας προς σωσία, μιμητική αντιπαλότητα, σαγή ζεύξης – ζώνη – συνάρτηση. Ο Μπέκετ, για παράδειγμα, ήταν θαυμαστής του Μέλβιλ.
Τι άλλο κάνει όταν περιγράφει τον άνθρωπο μπροστά στο παράθυρο; «Μια νύχτα, εκεί που καθόταν στο τραπέζι του με το κεφάλι στα χέρια, είδε τον εαυτό του να σηκώνεται και να φεύγει. Μια νύχτα ή μέρα. (…) Τώρα γιατί δεν τέντωνε τον λαιμό του να δει τι ήταν από κάτω, μπορεί επειδή το παράθυρο ήταν από αυτά που δεν ανοίγουν ή επειδή δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να το ανοίξει. Μπορεί να ήξερε και να παραήξερε τι ήταν από κάτω και να μην ήθελε να το ξαναδεί».
Δραπετεύοντας απο τον ψυχολογισμό, την ηθογραφία ή τον απολογητικό ρεαλισμό, μια μορφή λογοτεχνίας καταφεύγει στην απόλυτη αφαίρεση, η οποία, μάλιστα, όσο αφαιρεί σε ποιότητες, προσθέτει σε γοητεία του ανείπω- του. «Ο Μπάρτλμπυ», γράφει ο Ντελέζ, «είναι ο άνθρωπος χωρίς αναφορές, χωρίς κτήσεις, χωρίς ιδιότητες, χωρίς ποιότητες, χωρίς ιδιαιτερότητες: είναι υπερβολικά λείος για να μπορεί να του αγκιστρώσει οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα. Χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, είναι στιγμιαίος. Το I prefer not to είναι η χημική ή αλχημική φόρμουλα του Μπάρτλμπυ, αλλά μπορεί κανείς να διαβάσει στην ανάστροφη όψη του, σαν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα, I am not particular, δεν είμαι κάτι το ιδιαίτερο.
Απ’ άκρη σ’ άκρη του 19ου αιώνα εκδηλώνεται αυτή η αναζήτηση του ανθρώπου χωρίς όνομα, του Οδυσσέα των μοντέρνων καιρών (Ούτις εμοί γ’ όνομα): ο κονιορτοποιημένος και μηχανοποιημένος ανθρωπος των μεγάλων μητροπόλεων…».
Το Ημερολόγιο του Κάφκα, η Μεταμόρφωση, η Δίκη και ο Πύργος ουσιαστικά είναι ιδιοφυείς σπουδές πάνω στον Εργένη που διαθέτει «τόσο έδαφος όσο πατούν τα πόδια του, τόσο στήριγμα όσο καλύπτουν τα δυο του χέρια». Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, ν’ ανατρέξουμε στον Μπαλζάκ ή τον Τολστόι για να βρούμε ανάλογες μορφές· ο Μέλβιλ σκηνοθετεί τη δική του πραγματικότητα με πρόθεση να την αλλοιώσει ταχυδακτυλουργικά: ο Αχαάβ εννοείται πως θηρεύει τη φάλαινα, ο Μπάρτλμπυ ψάχνει για δουλειά, πλην όμως το αποτέλεσμα είναι μια κάποια μεταφυσική μεταστροφή που δίνει δικαίωμα στον Ντελέζ να κατηγοριοποιήσει τα πρόσωπα του Μέλβιλ. Εχουμε τους μονομανείς, τους δαιμονικούς (σαν τον Αχαάβ), επίσης τους άγιους ή υποχόνδριους, τους χαζούς σαν τον Μπάρτλμπυ και τον Μπενίτο Σερένο (ας μην ξεχνάμε, εν μέρει, και τον Μίσκιν του Ντοστογιέφσκι), τέλος, δε, ένα τρίτο είδος προσώπων που προστατεύουν τους νόμους.
Ο Μελβιλ επιμένει στην άποψη ότι δεν πρέπει να συγχέουμε τ’ αληθινά «πρωτότυπα» πρόσωπα της λογοτεχνίας με τ’ αξιοσημείωτα, τ’ αλλόκοτα ή απλώς ιδιαίτερα. Ενώ οι αλλόκοτοι και αξιοσημείωτοι επιδέχονται αναγωγής, ο πρωτότυπος ενσαρκώνει μια φιγούρα που υπερβαίνει τις εξηγήσεις, εικονίζει το ανεικονικό – είναι η λογική χωρίς λογικότητα. Ωραίο ντελεζικό συμπέρασμα που σχολιάζει σαφώς τη σκέψη του Μέλβιλ: Ο πρωτότυπος δεν υφίσταται την επιρροή του περιβάλλοντός του, αντιθέτως ρίχνει στον περίγυρό του ένα χλωμό λευκό φως, όμοιο με κείνο που στη Γένεση παρίσταται στην απαρχή των πραγμάτων.
Ο Μέλβιλ, όπως γράφει η μεταφράστρια Αθηνά Δημητριάδου, γεννήθηκε το 1819 σε μια Νέα Υόρκη 100.000 κατοίκων και πέθανε το 1891 σε μια Νέα Υόρκη 3.000.000. Πρόκειται για μυθικά συμβάντα που έλαβαν χώρα στην αμερικανική Γη της Επαγγελίας κι έθεσαν τη συνύπαρξη σε νέες βάσεις. Οι μετανάστες συγκρότησαν μια νεοφανή «κοινωνία εργένηδων» με απεριόριστη προοπτική. Ο μετανάστης αποσείει με τον τρόπο του την κηδεμονία της Μεγάλης Βρετανίας, έστω και αν αισθάνεται υιός εκλαμβάνει τον πατέρα του υπό θρυμματισμένη μορφή, η πρώην φυλετική ενότητα προσλαμβάνει τη μορφή της πολυγλωσσίας και της πολυθρησκευτικότητας. Τι διαβάζουμε στον Μόμπι Ντικ; Ότι ο άνθρωπος είναι ο αδελφός του ανθρώπου, δεν έχει σημασία αν ανήκει σε ένα έθνος, ούτε αν είναι ιδιοκτήτης ή μέτοχος, υπάρχει απλώς και μόνο σαν άνθρωπος (…) Η Αμερική είναι το δυνάμει του ανθρώπου χωρίς ιδιαιτερότητες, του πρωτότυπου ανθρώπου… Σε άλλο βιβλίο διαβάζουμε: «Δεν μπορεί να χυθεί ούτε ρανίδα αμερικανικού αίματος χωρίς να χυθεί το αίμα όλου του κόσμου. Αγγλος, Γάλλος, Γερμανός, Δανός ή Σκωτσέζος, ο Ευρωπαίος που χλευάζει έναν Αμερικανό αποκαλεί τον αδελφό του Ρακά… Είμαστε οι κληρονόμοι όλων των εποχών και αυτή την κληρονομιά μας τη μοιραζόμαστε με όλα τα έθνη».
Διαβάστε και τις παρουσιάσεις του έργου από: 1. την Αθηνά Δημητριάδου στην Ελευθεροτυπία, και 2. τον Σπύρο Γιανναρά στην Καθημερινή.