Η Περίληψη του έργου: Ο Αμπντουλάχ Μοχάμεντ μπεν Ολμάν, πρεσβευτής του Μαρόκου, βρίσκεται αναγκαστικά στο Παλέρμο τον Δεκέμβριο του 1782, αφού μια θύελλα ρίχνει το καράβι του στις σικελικές ακτές. Αυτός που αναλαμβάνει να δείξει στον ξένο πρέσβη τις ομορφιές της πόλης είναι ο αβάς Τζουζέπε Βέλα, ο οποίος με την ευκαιρία επινοεί ένα εξαιρετικά τολμηρό όσο και μεγαλεπήβολο σχέδιο: να παρουσιάσει ένα συνηθισμένο αραβικό χειρόγραφο ως ένα σπάνιο πολιτικό ντοκουμέντο, το Πρωτόκολλο της Αιγύπτου, το οποίο θα επιτρέψει την ακύρωση όλων των φεουδαρχικών προνομίων στη Σικελία και θα δώσει το έναυσμα για μια αντιμοναρχική συνωμοσία. Μια αληθινή ιστορία, που ο Σάσα αντιμετωπίζει με μια μονίμως υποβόσκουσα ειρωνεία αλλά και με φανερή συμπάθεια για τις μικρές ή μεγάλες πράξεις που μπορούν να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Το Πρωτόκολλο της Αιγύπτου θεωρείται το καλύτερο από τα μυθιστορήματα-απολογίες του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα.
«Το ωραιότερο βιβλίο του Σάσα; Μα σίγουρα το Πρωτόκολλο της Αιγύπτου! Διότι δίνει με εξαιρετικό τρόπο τι σημαίνει να είσαι Σικελός […] Ο Σάσα ακόνιζε καθημερινά τη γλώσσα του ώστε στο τέλος να θυμίζει νυστέρι». Αντρέα Καμιλέρι.
Διαβάστε και την αναλυτικότατη παρουσίαση και κριτική του Αναστάση Βιστωνίτη στο σημερινό «Βήμα»:
«Τον Δεκέμβριο του 1782, εξαιτίας σφοδρής θύελλας, ένα πλοίο στο οποίο επιβαίνει κάποιος Αμπντουλάχ Μοχάμεντ Μπεν Ολμάν, πρεσβευτής του Μαρόκου, ναυαγεί στις ακτές της Σικελίας. Ο πρεσβευτής βρίσκεται στο Παλέρμο χωρίς να γνωρίζει ιταλικά. Εκεί αναλαμβάνει να τον ξεναγήσει στην πόλη ο αβάς Τζουζέπε Βέλα, ένας μαλτέζος μοναχός που φιλοδοξεί να ενταχθεί στους κόλπους της αριστοκρατίας και να απολαύσει τα πλεονεκτήματά της.
Εχουν περάσει τρία χρόνια από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Η Σικελία, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, είναι ώριμη για μεταρρυθμίσεις. Και αυτές προωθεί ο αντιβασιλέας Ντομένικο Καρατσιόλο που τη διοικεί και τον οποίο η τοπική αριστοκρατία απεχθάνεται, καθώς αντιλαμβάνεται ότι εξαιτίας των σχεδίων του κινδυνεύει να χάσει τα προνόμιά της. Αυτό το φεουδαρχικό κατεστημένο θεωρεί ότι τα προνόμια που απολαμβάνει είναι αυτονόητα, αφού αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως τον μοναδικό κληρονόμο του ιστορικού παρελθόντος της περιοχής. Επομένως τίποτε δεν πρέπει να αλλάξει. Γι΄ αυτό και τις μεταρρυθμίσεις του Καρατσιόλο τις αποκαλεί «καρατσιολοσύνες».
Ενα παραποιημένο χειρόγραφο
Η παρουσία όμως του μαροκινού πρεσβευτή γεννά στον νου του Τζουζέπε Βέλα μια ευφάνταστη ιδέα: να πάρει ένα συνηθισμένο χειρόγραφο στα αραβικά, το οποίο δεν είναι παρά μια αφήγηση της ζωής του προφήτη Μωάμεθ, να το αλλοιώσει με περίτεχνο τρόπο και να το παρουσιάσει ως σημαντικό ντοκουμέντο της ιστορίας της Σικελίας που σχετίζεται με την εισβολή των Αράβων στο νησί, όπου τον 10ο αιώνα ίδρυσαν το Εμιράτο της Σικελίας.
Το «ντοκουμέντο» αυτό θα εισαγάγει αμέσως τον άσημο και φτωχό Τζουζέπε Βέλα στους αριστοκρατικούς κύκλους, αλλά οι συνέπειές του θα είναι απρόβλεπτες: αφενός θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στην προσπάθεια των αριστοκρατών να απομακρύνουν τον Καρατσιόλο πράγμα το οποίο επιτυγχάνουν-, αφετέρου όμως θα αποτελέσει την αφορμή να επιταχυνθούν οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Οι φεουδάρχες της περιοχής μετά την απομάκρυνση του Καρατσιόλο δεν χρειάζονται πλέον τον Βέλα.
Αφού τα φεουδαρχικά προνόμια δεν θίγονται, έστω και για κάποιο διάστημα, και η Αντιμεταρρύθμιση επικρατεί, αρχίζουν οι υποψίες ότι το χειρόγραφο, το οποίο ο αβάς ονομάζει Πρωτόκολλο της Αιγύπτου, έχει παραποιηθεί. Με αποτέλεσμα ο Τζουζέπε Βέλα να αναγκαστεί κάποια στιγμή να ομολογήσει ότι είναι παραποιημένο. Δεν θα οδηγηθεί όμως γι΄ αυτό στο ικρίωμα, όπως θα περίμενε κανείς κρίνοντας από τα ισχύοντα εκείνη την εποχή. Η πράξη του θα κριθεί απλή απάτη και η τιμωρία του θα είναι σχετικά ήπια.
Τα «αδηφάγα κτήνη» οι Ιακωβίνοι
Τα παραπάνω καλύπτουν το ένα επίπεδο της αφήγησης σε τούτο το θαυμάσιο μυθιστόρημα του Λεονάρντο Σάσα. Το δεύτερο, που συνδυάζεται αριστοτεχνικά με το πρώτο, αφορά την ιστορία του αριστοκράτη δικηγόρου Φραντσέσκο Πάολο ντι Μπλάζι. Εμπνεόμενος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης οργανώνει ένα σχέδιο για την ανατροπή της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση στη Σικελία μιας δημοκρατίας στα πρότυπα των Ιακωβίνων. Η προσπάθειά του αποδεικνύεται αυτοκτονική.
Βρισκόμαστε σε μια περιοχή και μια εποχή όπου, καθώς γράφει ο Σάσα, οι Ιακωβίνοι χαρακτηρίζονταν «κτήνη αιματηρά και αδηφάγα», όπου «στις εκκλησίες του Βασιλείου άκουγε κανείς συνεχώς για πάνθηρες, λύκους, πονηρές και κακόβουλες αρκούδες » και «ο λαός προσευχόταν στην Παναγία και στους αγίους να κρατάνε μακριά τους Γάλλους, όπως παλιότερα τους Τούρκους, και να στείλει στον αγύριστο όσους συντοπίτες συμμετείχαν μυστικά στην επονείδιστη σέχτα». Και όμως, σε τέτοιο κλίμα, χωρίς δηλαδή πιθανότητες επιτυχίας, «ο Φραντσέσκο Πάολο ντι Μπλάζι ήθελε να επιχειρήσει μια ιακωβίνικη εξέγερση».
Το σχέδιο ήταν επόμενο να αποκαλυφθεί και ο Ντι Μπλάζι να συλληφθεί, να βασανιστεί και στο τέλος να αποκεφαλιστεί, ενώ ο Τζουζέπε Βέλα καταδικάστηκε σε φυλάκιση δεκαπέντε ετών, από τα οποία τα πέντε τα πέρασε στη φυλακή και τα υπόλοιπα σε κατ΄ οίκον περιορισμό.
«Γλώσσα που θυμίζει νυστέρι»
Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματική ιστορία. Δύσκολα όμως θα το κατέτασσε κανείς στην κατηγορία των καθαρά ιστορικών μυθιστορημάτων. Ο Σάσα έγραψε μια εξαίρετη αλληγορία για την εξουσία, τη Σικελία, την απάτη, τη συνωμοσία και το ψέμα, ακολουθώντας την παράδοση των μεγάλων συγγραφέων του 19ου αιώνα, και κατ΄ εξοχήν του Σταντάλ, ο οποίος υπήρξε εδώ, όπως και σε άλλα βιβλία του, το πρότυπό του. (Λ.χ. οι αναφορές του στους γιανσενιστές, τους οποίους η επίσημη Καθολική Εκκλησία τον 16ο αιώνα καταδίκασε ως αιρετικούς, θυμίζουν τις αντίστοιχες του Σταντάλ στο Κόκκινο και το μαύρο. ) Το ύφος του Σάσα είναι ειρωνικό, η ποίηση που αναδύεται από τις σελίδες του γυμνή και σκληρή σαν το σικελικό τοπίο, και οι διάλογοι τόσο ατμοσφαιρικοί που από μόνοι τους αρκούν προκειμένου να αναδειχθούν οι χαρακτήρες, χωρίς ο συγγραφέας να χρειάζεται να περιγράψει τα πρόσωπα. Ας τονίσω ακόμη ότι, παρά την εξαίρετη ακρίβεια των περιγραφών του, αυτό είναι ένα ελλειπτικό μυθιστόρημα, υπό την έννοια ότι ανοίγει διαρκώς πεδία για πρόσθετες αισθήσεις και σκέψεις, για συγκρίσεις και παραλληλισμούς με την εποχή μας. Ο Σάσα, σύμφωνα με τον Αντρέα Καμιλιέρι, «ακόνιζε καθημερινά τη γλώσσα του ώστε στο τέλος να θυμίζει νυστέρι», κάτι που είναι εμφανέστατο στο τρίτο, το τελευταίο και εκτενέστερο τμήμα του μυθιστορήματος.
Ο πολυγραφότατος «πρόδρομος» του Εκο
Από τη Σικελία προέρχονται ορισμένοι από τους σημαντικότερους ευρωπαίους συγγραφείς του 20ού αιώνα,ανάμεσα στους οποίους εξέχουσα θέση κατέχουν ο Ελιο Βιτορίνι,ο Τζουζέπε ντι Λαμπεντούζα,ο Λουίτζι Πιραντέλο και ο Λεονάρντο Σάσα,και οι ποιητές Σαλβατόρε Κουαζίμοντο και Τζιοβάνι Βέγκα.Ο Πιραντέλο και ο Κουαζίμοντο μάλιστα έχουν τιμηθεί με Βραβείο Νομπέλ.
Ο Σάσα υπήρξε πολυγραφότατος και σε πολλά πρωτοποριακός.Οι αναγνώστες που είναι εξοικειωμένοι με το έργο του γνωρίζουν ότι πολύ πριν από τον Εκο αυτός αξιοποίησε στην Ιταλία τεχνικές του αστυνομικού μυθιστορήματος προκειμένου να αποδώσει το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα μιας περιοχής η οποία στα μέσα του 19ου αιώνα πέρασε στον έλεγχο της Μαφίας και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να ελέγχεται από αυτήν.
Από πολιτικής πλευράς, όσον αφορά την ειρωνική προσέγγιση των προσώπων, τη διείσδυση στον σκοτεινό πυρήνα της εξουσίας και αντίστοιχα την ανάλυση της συμπεριφοράς όσων την ασκούν στα ανώτερα και στα μεσαία κλιμάκια,στο «Πρωτόκολλο της Αιγύπτου»- όπως και στα άλλα μυθιστορήματά του- ο Σάσα βρίσκεται κοντά στον Σταντάλ. Σε ό,τι αφορά όμως την ατμοσφαιρικότητα των διαλόγων του, σε πολλά θυμίζει τον Ντοστογέφσκι. Οι διάλογοι ανάμεσα στα μέλη του κλήρου και της αριστοκρατίας μπορεί να μας φέρνουν στον νου σκηνές από το Κόκκινο και το μαύρο αλλά μας παραπέμπουν και στους αντίστοιχους διαλόγους του Ρώσου στα σαλόνια της Αγίας Πετρούπολης.
Βεβαίως ο Λεονάρντο Σάσα είναι συγγραφέας του 20ού αιώνα. Και ειδικότερα της δεκαετίας του ΄60, τότε που το αίτημα για κοινωνική αλλαγή,για ριζοσπαστική ανατροπή των δομών της παλιάς κοινωνίας, αποτελούσε μόνιμο μέλημα των συγγραφέων. Η Σικελία μάλιστα έμοιαζε, συγκριτικά με τη Βόρεια Ιταλία,με τεράστιο πολιτικό και κοινωνικό αναχρονισμό. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι επιλέγει ένα ιστορικό θέμα,ένα παράδοξο,φαινομενικά,περιστατικό προκειμένου να μιλήσει παραβολικά για την αντοχή των φεουδαρχικών καταλοίπων,ακόμη και στη δική του εποχή, σε σχέση με την προσπάθεια να καταργηθούν.
Θα έλεγε κανείς ότι σε τέτοιες ακριβώς κοινωνίες η λογοτεχνία βρίσκει πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί.Η απάτη του αβά Τζουζέπε Βέλα αποτελεί προϊόν μακραίωνης ιστορικής «παράδοσης». Είναι γνωστό ότι οι κάτοικοι της Σικελίας επί σχεδόν δύο χιλιετίες ζούσαν κάτω από ξένη κυριαρχία και η ιστορία του νησιού δεν ήταν παρά μια συνέχεια από διαδοχικές εισβολές και εναλλαγή ξένων δυνάμεων στην εξουσία. Ετσι, ένας λαός που αναγκάστηκε επί τόσους αιώνες να ζήσει σε καθεστώτα τα οποία του επιβλήθηκαν διά της βίας και για να επιβιώσουν θα έπρεπε να παραμείνουν στατικά ήταν επόμενο να αναπτύξει στον υπέρτατο βαθμό την τεχνική της απάτης και του ψέματοςστο επίπεδο τόσο των ευγενών όσο και των πληβείων. Ο λεγόμενος αστικός τρόπος ζωής τού ήταν κάτι άγνωστο και η Σικελία πριν από την ενοποίηση της Ιταλίας δεν αποτελούσε παρά ένα άθροισμα από βαρονίες που υπερασπίζονταν μετά μανίας τα συμφέροντάτους στο όνομα της Ιστορίας.
Το «Πρωτόκολλο της Αιγύπτου» πρωτοκυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1963. Ηταν η περίοδος που σηματοδότησε τη μεγάλη ανάπτυξη της ιταλικής Αριστεράς και ο Σάσα εντάχθηκε από νωρίς στις τάξεις της, όπως συνέβη και με όλους σχεδόν τους σημαντικούς συγγραφείς της γενιάς του- ασχέτως αν αργότερα ο ίδιος αποχώρησε από το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκατέλειψε και τον ριζοσπαστισμό του. Εκτός από τα δημιουργικής φαντασίας έργα του ο Λεονάρντο Σάσα έγραψε και πλήθος θαυμάσια δοκίμια και πολιτικά άρθρα. Ακόμη και όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τα θεωρητικά του κείμενα, διαβάζοντάς τον θα αντιληφθούν ότι ο διανοούμενος υπάρχει πίσω από τον ικανό αφηγητήχωρίς ωστόσο να τον επικαλύπτει. Για όσους δεν γνωρίζουν το βιβλίο του «Η υπόθεση Μόρο», που είναι το χρονικό της δολοφονίας το 1978 του γνωστού ιταλού πολιτικού από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και κυκλοφορεί στα ελληνικά στις εκδόσεις Πατάκη, μεταφρασμένο από τη Σώτη Τριανταφύλλου, συνιστώ να το διαβάσουν ταυτόχρονα με το Πρωτόκολλο της Αιγύπτου. Οχι φυσικά για να βρουν ομοιότητες (πράγμα αυθαίρετο ούτως ή άλλως) αλλά για να διαπιστώσουν πώς αναπτύσσονται, σε ευθεία διατύπωση, οι πολιτικές απόψεις που γονιμοποιούν τις θαυμάσιες αφηγήσεις του.»