Πριν από λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Θέμελης, ο οποίος με την τριλογία του «Αναζήτηση», «Ανατροπή» και «Αναλαμπή» σκιαγράφησε δραματικά την ιστορική πορεία του ελληνισμού από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες του 20ου ανανεώνοντας το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για το ιστορικό μυθιστόρημα. Παραθέτουμε το μεστό αφιέρωμα του Β. Χατζηβασιλείου από το «Βήμα»: « Γιατί ο Νίκος Θέµελης διαβάστηκε τόσο πολύ; Τι ήταν εκείνο που έκανε τα βιβλία του να σκαρφαλώσουν από την πρώτη του εµφάνιση, το 1998, στην κορυφή της κυκλοφορίας και να παραµείνουν εκεί ως και την έκδοση του τελευταίου του µυθιστορήµατος, το οποίο είδε το φως της δηµοσιότητας τον περυσινό Οκτώβριο; Πώς κατόρθωσε ένας συγγραφέας που βγήκε στη λογοτεχνική σκηνή σε ηλικία 51 ετών να διατρέξει µέσα σε λιγότερο από µία δεκαπενταετία µια τόσο πυκνή διαδροµή (επτά µυθιστορήµατα σε δώδεκα χρόνια) και να µεταβληθεί σε κεφάλαιο της ελληνικής πεζογραφίας µολονότι η κριτική δεν αγκάλιασε ευθύς εξαρχής τη δουλειά του και δεν την παρακολούθησε µε ξεχωριστή θέρµη ούτε κατά την εξέλιξή της;
Παραµένοντας στην τριλογία της Αναζήτησης (1998), της Ανατροπής (2000) και της Αναλαµπής (2002), που σηµάδεψε το έργο του, θα έλεγα ότι δύο στοι χεία τα οποία έπαιξαν αναµφισβήτητο ρόλο στην επιτυχία του Θέµελη είναι η µυθοπλαστική του ευχέρεια και η αφηγηµατική του άνεση. Με έναν πολυπρόσωπο και πολυδαίδαλο µύθο, ο οποίος δεν χάνει ποτέ τον κεντρικό του µίτο, για να καταλήξει σε σκοτεινές ή άσχετες περιοχές, όπως και µιαν αεικίνητη σκηνοθεσία, που ξέρει να βγάζει στην επιφάνεια ακανθώδεις σχέσεις και ανάγλυφους χαρακτήρες, ο Θέµελης φτιάχνει έναν µυθιστορηµατικό κόσµο ικανό να πλάσει χυµώδεις φέτες ζωής, αλλά και να απεικονίσει ορισµένες ιδιαιτέρως κρίσιµες αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης: αντιφάσεις που έχουν πρωτίστως να κάνουν µε τον αγώνα για την οικοδόµηση της ατοµικής και της συλλογικής ταυτότητας, όπως και µε τα µοιραία εµπόδια που παρεµβάλλονται στον δρόµο για την ευόδωσή του.
Εχω παρ’ όλα αυτά την εντύπωση ότι εκείνο που λειτούργησε ως βασικός προωθητικός κινητήρας για την πεζογραφία του Θέµελη είναι οι εικόνες του ιστορικού του σύµπαντος: ένα σύµπαν που περικλείει τον οικονοµικό και κοινωνικό βίο του Ελληνισµού εντός και εκτός Ελλάδος (από τη ∆υτική Μακεδονία, τη Θεσσαλονίκη και τη Μυτιλήνη ως τη Μικρά Ασία, την Οδησσό, την Τεργέστη και την Αθήνα), όπως διαµορφώνεται, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Αναζήτηση και την Ανατροπή, στο µεταίχµιο του 19ου και του 20ού αιώνα. Πρόκειται για ένα τοπίο όπου το εθνικό αποτελεί αναπόσπαστο µέρος του υπερεθνικού, χωρίς το υπερεθνικό να ενδύεται τα χαρακτηριστικά της κοσµοπολιτικής περιδιάβασης, αλλά και δίχως το εθνικό να αποβάλλει τα γηγενή χαρακτηριστικά του.
Ο Θέµελης δεν κρύβει στα δύο πρώτα βιβλία της τριλογίας τη φιλοδοξία του να χτίσει ένα διαφωτιστικό µοντέλο για την εθνική ταυτότητα. Αρκεί όµως µια απλώς διαφωτισµένη εθνική ταυτότητα; Ασφαλώς και όχι. Στον περίγυρο των µυθιστορηµατικών ηρώων του Θέµελη ζουν σφιχτά δεµένες η µία µε την άλλη πλήθος εθνοτικές οµάδες µε σοβαρές διαφορές, αλλά και µε ταυτόσηµες κατευθύνσεις, που προκύπτουν από την κοινότητα του επαγγέλµατος και της ταξικής τους θέσης. Η πατρίδα πηγάζει εν προκειµένω από τον ξένο και το οικείο συνάγεται µέσα από το έτερο ή το διαφορετικό.
Η πορεία δεν θα είναι µολοντούτο αδιατάρακτη. Προβάλλοντας στο σχήµα του ιστορικού παρελθόντος τις αναλογίες του δικού του fin de siecle, ο συγγραφέας θα προχωρήσει σε έναν δραστικό περιορισµό. Η ακατάβλητη πίστη και η συσσωρευµένη ενέργεια του Νικόλα της Μικράς Ασίας στην Αναζήτηση και του Θωµά της Οδησσού στην Ανατροπή θα αποκτήσουν στην Αναλαµπή (βρισκόµαστε πια όχι στις ελπίδες του πρώιµου αστισµού του φθίνοντος 19ου αιώνα, αλλά στον Εθνικό ∆ιχασµό και στη Μικρασιατική Καταστροφή) έναν καθαρώς αµλετικό διάδοχο: τον Στέφανο της Αθήνας, που λυγίζει κάτω από τα βαριά φτερά του διαρκούς δισταγµού και της µόνιµης µαταίωσης. Το έθνος δεν είναι τώρα ούτε η διαφορετικότητα των άλλων ούτε ο φίλεργος και φιλέρευνος εαυτός του, αλλά µια σκληρά διαψευσµένη πραγµατικότητα, που δεν µπορεί να εξωραϊστεί µε καµία αυταπάτη.
Απαλλαγµένος από πατριδολατρικές φανφάρες, πεπεισµένος θιασώτης του ∆ιαφωτισµού, αλλά και κριτικός γνώστης των ελληνικών ορίων του, ο Θέµελης ανανέωσε την παράδοση του ιστορικού µυθιστορήµατος συνδυάζοντας τη συναρπαστική δράση, την ποικιλία των πηγών και την πολύµορφη τοπιογραφία του µε µια πικρή, πλην απολύτως στέρεη, αυτογνωσία. Ετσι επινόησε µαζί µε τη λογοτεχνία του και το κοινό του: ένα κοινό που δεν επιζητεί να καταναλώσει τυχαίες ή εξωτικές ιστορικές περιπέτειες, αλλά να νιώσει κάτι από τον ασθµατικό ρυθµό και το υπόγειο ρίγος της ζωντανής Ιστορίας.»