Σε όσους νέους και εφήβους οραματίζονται ότι θα γίνουν διάσημοι «αστέρες» της ροκ ή τηλεοπτικές περσόνες κ.λ.π, ποτισμένοι με την ψευδαίσθηση της ευτυχίας μέσω της διασημότητας… αφιερώνουμε την ανάλυση του Κώστα Γεωργουσόπουλου από τα «Νέα» (βιβλιοδρόμιο):
«΄Ενα κορίτσι είκοσι επτά ετών με μια ωραία φωνή και μια εφήμερη πέντε ετών τραγουδιστική καριέρα πέθανε πρόσφατα από τη χρήση ναρκωτικών. Και η περίπτωσή της έγινε παγκόσμιο θέμα δημοσιότητας. Χιλιάδες έντυπα σε όλο τον πλανήτη επί μέρες εξάντλησαν τα σχόλιά τους στο πώς και γιατί. Υποκριτικά θρήνησαν για την απώλεια ενός ταλαντούχου πλάσματος και με λεπτομέρειες πληροφορούσαν κυρίως το νεανικό κοινό για τα χούγια της, τις παρεκκλίσεις της, την αυτοκαταστροφική της πορεία. Και με την ευκαιρία αυτή ανέτρεχαν και σε ανάλογες περιπτώσεις γνωστών και διάσημων σταρ της βιομηχανίας του θεάματος που είχαν την ίδια πορεία προς το μαύρο τούνελ των θανατηφόρων ουσιών.
Δεν είναι πλέον έκτακτη εκτίμηση αν μιλήσει κανείς για μια διεθνή κουλτούρα της μαστούρας. Τεράστια κεφάλαια επενδύονται πλέον σ’ αυτή τη βιομηχανία παραγωγής, κυρίως μουσικών πάσης φύσεως και μιας χρήσεως. Λίγοι, άτομα και γκρουπ, κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τον προδιαγεγραμμένο και προγραμματισμένο κανόνα. Οι πολλοί είτε λειώναν σαν τα κεράκια της Λαμπρής από την αλόγιστη χρήση ουσιών είτε, όταν πέρασε η μόδα τους και η μπογιά τους, αποσύρονταν σαν τα σαράβαλα των αυτοκινήτων και πέθαιναν στην ανωνυμία ή στα άσυλα ή στα φτωχοκομεία ή στα τρελάδικα.
Οι ειδικοί σ’ αυτό το είδος βιομηχανίας μουσικής μετά τον πόλεμο αριθμούν πάνω από εκατό (100) τάχαμου διαφορετικά είδη ροκ, ποπ και τα ρέστα, και μόδες. Οπως στη βιομηχανία της ενδυματολογικής μόδας, έτσι και στο τραγούδι, στη δισκογραφία και τις δημόσιες μαζικές συναυλίες αλλάζουν χρώματα, στυλ, ρυθμούς, περιεχόμενο στίχων, πότε να συντηρείται ένα πελατειακό κοινό κυρίως νέων και συχνά νεαζόντων ακόμη υπερηλίκων και μαζί τους περιοδικά ειδικευμένα, ραδιοφωνικές τακτικές εκπομπές – τηλεοπτικά τρίλεπτα και όλα τα έντυπα ευρείας κυκλοφορίας που κατακλύζονται από σκανδαλώδεις ειδήσεις, συνήθειες, παρεκτροπές, παραβατικές συμπεριφορές των δυστυχισμένων θυμάτων των μεγάλων καπιταλιστικών εταιρειών που παράγουν αυτού του είδους την κουλτούρα.
Τα περισσότερα θύματα – σταρ του συστήματος είναι παιδιά λαϊκών οικογενειών, από φαβέλες και παραγκουπόλεις, από υποβαθμισμένες και εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές, έρμαια έτσι κι αλλιώς στην εκμετάλλευση. Αν γλιτώσουν την αλητεία, την αρσενική και τη θηλυκή πορνεία, την ένταξη σε συμμορίες και την ανελέητη εμπορία της παιδοφιλίας, κι αν έχουν εξωτερικά εμπορεύσιμα προσόντα και κυρίως μια ωραία φωνή, κι αν έχουν την τύχη (ή την ατυχία;) να πέσουν στα δίχτυα των παραγωγών θεάματος επιλέγονται και κατασκευάζονται μουσικοί σταρ. Μια ολόκληρη συντεχνία αναλαμβάνει την αλλοτρίωσή τους, μάνατζερ, εμψυχωτές, διαφημιστές, δημοσιοσχετίστες, οικονομικοί επενδυτές, διαμορφωτές προσώπου, ψυχολόγοι της αγοράς του θεάματος, παραγωγοί, προαγωγοί, σεναριογράφοι βιογραφίας, πληρωμένοι κονδυλοφόροι και βέβαια μουσικοί, στιχουργοί, μαέστροι, τεχνικοί ήχου, σχεδιαστές κοστουμιών και εξωφύλλων, καρτέλ διακίνησης του μουσικού υβριδίου, τώρα και ιντερνετικό εμπόριο και διαδικτυακή διανομή έργων και πληροφοριών. Ολος αυτός ο κόσμος ζει και στηρίζει για καλά το νέο φιντανάκι, που έκθαμβο μέσα στο απαστράπτον σύστημα και την κατευθυνόμενη και συχνά πληρωμένη δημοφιλία σαν το ψάρι έξω από το νερό ψάχνει να βρει μια γυάλα να επιβιώσει. Και πρόθυμα του προσφέρεται η ουσία που του εξασφαλίζει προσώρας την αντοχή να αντεπεξέλθει στο άτεγκτο, πιεστικό, συχνά απάνθρωπο πρόγραμμα των υποχρεώσεων που χωρίς να ρωτιέται τού οργανώνουν οι εκμεταλλευτές της κατευθυνόμενης και ελεγχόμενης δημοφιλίας του.
Αν, εν τω μεταξύ, αλλάξουν οι μόδες ή τα γούστα του κοινού και το «προϊόν» θεωρηθεί ξοφλημένο, εγκαταλείπεται, παραγκωνίζεται και στυμμένο πετιέται στον βόθρο των αζήτητων. Αν πάλι μέσα στην πίεση, το άγχος και τα ασφυκτικά προγράμματα, χάσει το μέτρο και κινείται εκτός προδιαγραφών, αν βουλιάξει στο σκοτάδι και την αφασία της ναρκωτικής μοναξιάς και του αυτισμού που την ακολουθεί, αφήνεται στη μοίρα του να αυτογελοιοποιηθεί, να εκτεθεί στα μάτια των θαυμαστών του μέχρι που να βρει την ανάπαυση σε μια μεγάλη δόση δραπέτευσης λυτρωτικής. Και τότε όμως, όπως έγινε επανειλημμένα και πρόσφατα, η βιομηχανία κερδίζει από τα κόλλυβα τον κατασκευασμένο μεταθανάτιο μύθο και την αποθέωση και αγιοποίηση της αιτίας που έφερε το τέλος, τη μαστούρα.
Χρόνια μετά τον θάνατό του, ο τάφος, τα ενδύματά του, τα προσωπικά του αντικείμενα γίνονται εμπορικά ζητούμενα σε πλειστηριασμούς. Πρόσφατα πέτυχε τιμή – ρεκόρ το φανελάκι που, υποτίθεται, φορούσε η Μονρόε, όταν βρέθηκε νεκρή! Ναι, περνάμε έναν άνευ προηγουμένου φετιχισμό, αφού έχει προηγηθεί ένα ταμπού στον χώρο της βιομηχανίας της τέχνης.
Αυτά όλα τα δυστυχισμένα παιδιά γίνονται με πρόγραμμα και εμμονή ινδάλματα της νεολαίας, πρότυπα βίου και υποδείγματα κουλτούρας. Στον θεό σας, πέστε μου μία, μόνο μία, περίπτωση ενός ταλαντούχου ανθρώπου που η ζωή του και ο θάνατός του να έγιναν πρότυπο βίου, επειδή δεν έπεσε στα ναρκωτικά, δεν είχε ιδιοτροπίες, δεν έκανε σκάνδαλα και δεν είχε διαστροφές».
Αλλά θα μου πείτε, εδώ πένεται το μισό του ελληνικού πληθυσμού και όμως δεκαπέντε αθλητικά φύλλα μάς πληροφορούν τα παζάρια για τα νέα συμβόλαια και προκλητικά ακούμε πως αγοράζονται και πωλούνται άνθρωποι από ποδοσφαιρικούς συλλόγους (που χρωστάνε και το κράτος καλύπτει τα χρέη τους και χρηματοδοτεί τα γήπεδά τους) έναντι εκατομμυρίων ευρώ. Πριν από λίγα χρόνια κατέρρευσε ο μύθος της αθλητικής μας «περηφάνιας» πνιγμένος στα αναβολικά, στην πρωταθλητική μαστούρα• έτσι στο παγκόσμιο χωριό που ζούμε η κουλτούρα πια είναι η μαστούρα, το ποδόσφαιρο, η παιδοφιλία, η αδήλωτη πορνεία και ο τηλεοπτικός οχετός».