Από το αναλυτικό αφιέρωμα της Μικέλας Χαρτουλάρη στον Έντμουντ Κήλυ, στα «Νέα»: «Μιχαλάκη Δαμασκηνό τον αποκαλούσε ο Σεφέρης από το χαϊδευτικό «Μάικ» που του έδωσαν επειδή η οικογένειά του έχει ιρλανδικές ρίζες, και από τη Δαμασκό όπου γεννήθηκε το 1928. Είναι ο αμερικανός συγγραφέας, μεταφραστής, και καθηγητής στο Πρίνστον Εντμουντ Κήλυ: ο μακροβιότερος πρεσβευτής της νεοελληνικής ταυτότητας στη διεθνή αρένα και σίγουρα ο αποτελεσματικότερος επειδή η δραστηριότητά του εξήντα χρόνια τώρα στον χώρο των γραμμάτων έχει πολιτική δυναμική.
Ο Κήλυ ανήκει στην οικογένεια των διάσημων νεοφιλελλήνων συγγραφέων Λόρενς Ντάρελ, Χένρι Μίλερ, Πάτρικ Λι Φέρμορ, Τζον Φάουλς, Κέβιν Αντριους, Φίλιπ Σέραρντ, που μετατόπισαν το διεθνές ενδιαφέρον από την ένδοξη ελληνική αρχαιότητα στην ταπεινή σύγχρονη Ελλάδα, «όπου το αλλοτριωμένο άτομο της Δύσης μπορεί να βιώσει τις αληθινές διαστάσεις του ανθρώπου». Ωστόσο η δική του προσφορά είναι σπουδαιότερη, διότι διέδωσε μια σύνθετη εικόνα του νέου Ελληνισμού ως ζωντανού οργανισμού που αφομοιώνει το σκοτάδι και το φως, και που εξελίσσεται. Αυτό το χαρακτηριστικό του αναδεικνύεται μέσα από το βιβλιαράκι της Βιβλιοθήκης του Μουσείου Μπενάκη «Για τον Εντμουντ Κήλυ», όπου γράφουν προς τιμήν του οι Νάσος Βαγενάς, Θανάσης Βαλτινός, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Ντίνος Σιώτης.
Την εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε να ορθοποδήσει αποτελώντας ένα από τα θέατρα του Ψυχρού Πολέμου, με τις δημοκρατικές δυνάμεις να τσακίζονται από τους παρακρατικούς και έπειτα από τους δικτάτορες, ο Κήλυ, γιος και αδελφός αμερικανών διπλωματών παντρεμένος με τη Μαίρη Σταθάτου, Ελληνίδα της Αλεξάνδρειας, μετέφραζε, σχολίαζε και ερμήνευε τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα αρχίζοντας από τον Καβάφη και τον Σεφέρη• έδινε άσυλο και προστασία σε κυνηγημένους όπως ο Ρίτσος• και διασφάλιζε μέσα από περιοδικά, συγκεντρωτικές εκδόσεις, λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες ή μελέτες την παρουσία του ελληνικού πνεύματος στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Παράλληλα, και μέχρι το 1994, ως καθηγητής στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του αμερικανικού Πρίνστον (εκεί όπου λάμπει σήμερα ως διευθυντής ο Δημήτρης Γόντικας) ανέθετε διατριβές, έκανε σεμινάρια και διαλέξεις για τα ελληνικά γράμματα, ετοιμάζοντας δεκάδες άλλους μικρούς πρεσβευτές. Και φυσικά έγραφε (και γράφει ακόμη παρότι καταπονημένος) μυθιστορήματα και μελέτες που προέβαλλαν την ελληνική υπόθεση ως εκδοχή της ανθρώπινης περιπέτειας σε μια οικουμενική προοπτική.
Ετσι, από όλην αυτή τη δραστηριότητα αναδύθηκε εντέλει όχι μια Ελλάδα που ορίζεται από κάποιες αλύγιστες «ελληνικές αξίες», αλλά η διαφορετικότητα και η οικουμενικότητα της Ελλάδας που προκύπτει από τη σύνθεση ποικίλων στοιχείων και ποικίλων στοχασμών. Ο Κήλυ, με άλλα λόγια, που ζει μεταξύ Πρίνστον και Αθηνών, υπογράμμισε (Γιατρομανωλάκης) «το ιδιάζον κράμα ενός Ελληνισμού ο οποίος επανεκτιμάται συνεχώς».
Δεν ήταν αυτονόητα όλα αυτά εκείνη την εποχή, όταν η αμερικανική πολιτική προσπαθούσε να διεισδύσει βαθιά στην Ελλάδα προκαλώντας πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Κι όμως ο Εντμουντ Κήλυ κατάφερε από την εφηβεία του μέχρι σήμερα να ακροβατήσει στα όρια που ενώνουν και χωρίζουν αυτούς τους δύο κόσμους (Σιώτης). Είχε φτάσει οκτώ χρονών μαζί με τα αδέλφια του Χιου και Ρόμπερτ – τον κατοπινό πρεσβευτή στην Αθήνα (1985-1989) – στην πολυεθνοτική και πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη του 1936 που μύριζε μπαρούτι, αλλά και παλλόταν από ανθρωπιά. Ο πατέρας του είχε διοριστεί πρόξενος, και εκείνος έως το 1939 πέρασε παραδεισένια χρόνια στις αλάνες της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής κάνοντας παρέα με μια προσφυγοπούλα και μαθαίνοντας «μακεδονίτικα ελληνικά», όπως γράφει στο αυτοβιογραφικό «Ακροβατώντας στα όρια» (Ωκεανίδα 2004). Εκεί πρωτοανακάλυψε την Ελλάδα «με πολύ ζωτικό τρόπο» μέσα από τη φύση της και τους Αλλους, προτού γνωρίσει τον πολιτισμό της. Και τότε άρχισε η ελληνική περιπέτειά του.»
Η συνέχεια στα «Νέα»…