«Κάθε που παραλύουν οι συγκοινωνίες δεν είμαστε λίγοι όσοι το ρίχνουμε στον ποδαρόδρομο. Οι ψυχολογικές αποστάσεις μειώνονται κι ανακαλούνται μνήμες από περιγραφές παλαιότερων που είχαν για ψωμοτύρι τους το καθημερινό ποδαράτο ανεβοκατέβασμα από την Κυψέλη στο Φάληρο. Τριγυρίζοντας με τα πόδια μέσα στην πόλη παρατηρείς περισσότερα απ’ ό,τι εποχούμενος, καθότι κάθε άλλη πλην της ορθίας στάσης μάλλον ευνοεί το βύθισμα στις σκέψεις. Το θέαμα όμως της πόλης, και κυρίως των εξοργισμένων πολιτών, σε βάζει οπωσδήποτε σε σκέψεις. Διασχίζοντας σε μια από τις πρόσφατες μέρες συγκοινωνιακής παράλυσης το κέντρο της Αθήνας, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας -σε διάστημα λιγότερο της μιας ώρας- τριών έντονων διαπληκτισμών που μετά το άγριο ξεφόρτωμα της μαζεμένης οργής εξελίχθηκαν σε άγρια κλωτσοπατινάδα. Αυτό το κατάντημα, η αδυναμία του Νεοέλληνα να ελέγξει το ζωώδες θυμικό του, με αποτέλεσμα να ξεσπάει με κάθε αδικαιολόγητη αφορμή τον δικαιολογημένο θυμό του, σχετίζεται άμεσα με τον σταδιακό εξευτελισμό ορισμένων λέξεων, δηλωτικών ενός ήθους. Πολύ πριν αδειάσουν οι τσέπες μας είχαν αδειάσει οι λέξεις μας. Ολες οι βαρύγδουπες λέξεις στις οποίες στηρίζαμε την παραπαίουσα αίσθηση συλλογικότητας. Δύσκολα εργαζόμενος στον αχανή ή ασαφή χώρο του «Πολιτισμού» μπορεί να μην είχε αντιληφθεί εδώ και χρόνια την κενότητα αυτής της λέξης, την οποία συνεχίζαμε να καρφιτσώνουμε σε κάθε λογής πέτο ως παράσημο (το πιο παρωχημένο -όχι τυχαία- σήμερα σύμβολο). Οι εκφράσεις «πολιτικός», «νομικός», «τηλεοπτικός», «αθλητικός», και πάει λέγοντας «πολιτισμός» κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα έχοντας απεκδυθεί κάθε περιεχόμενο. Η Ιστορία βέβαια διδάσκει ότι δεν παίζει με το περιεχόμενο των λέξεων, δηλαδή με την νοηματοδότηση της ζωής, ατιμωρητί. Οταν ευτελίζεται συστηματικά η έννοια του πολίτη, της πόλης και του πολιτισμού, όταν δηλαδή ακυρώνεται, όπως επεσήμανε στο εξαιρετικό του άρθρο «Μάχες» ο Ευγένιος Αρανίτσης εθνική αφήγηση ή όραμα που μπορεί να συγκροτήσει κοινωνικούς δεσμούς, μετατρεπόμαστε σαν από το ραβδάκι της Κίρκης σε ζώα έτοιμα να αλληλοσπαραχθούν. Και η πόλη στην οποία ζούμε σε αβίωτη ζούγκλα.» (Σχόλιο του Σπύρου Γιανναρά από την «Καθημερινή»)