Γεννημένος το 1930, ο γάλλος φιλόσοφος και επιστημολόγος Μισέλ Σερ είναι από το 1990 μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα εισήγησης που έκανε ο Σερ την 1η Μαρτίου 2011 στο Ινστιτούτο της Γαλλίας, με θέμα τις νέες προκλήσεις της εκπαίδευσης.
«Ποιος παρουσιάζεται σήμερα στο σχολείο, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, στο πανεπιστήμιο; Αυτός ο νέος μαθητής, αυτός ο νέος φοιτητής δεν έχει ποτέ του δει μοσχάρι, αγελάδα, γουρούνι ούτε κλωσόπουλο. Το 1900, η πλειονότητα των ανθρώπων εργάζονταν στο όργωμα και στη βοσκή. Το 2011, η Γαλλία δεν έχει περισσότερους από 1% αγρότες. Ο μαθητής και ο φοιτητής που σας παρουσιάζω δεν ζουν πλέον συντροφιά με τα ζώα, δεν κατοικούν πλέον την ίδια Γη, δεν έχουν πλέον την ίδια σχέση με τον κόσμο. Χωρίς εμείς να το αντιληφθούμε και σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα (εκείνο που χωρίζει τις μέρες μας από τη δεκαετία του 1970), γεννήθηκε ένας νέος τύπος ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό το αγόρι ή αυτό το κορίτσι δεν έχει το ίδιο σώμα ούτε την ίδια προσδοκία ζωής με τους προγενέστερους, δεν επικοινωνεί με τους ίδιους τρόπους, δεν ζει στην ίδια φύση, ούτε κατοικεί στον ίδιο χώρο. Και, επειδή το μυαλό του είναι διαφορετικό από εκείνο των γονέων του, γνωρίζει διαφορετικά.
Αυτά τα παιδιά γράφουν με τρόπο διαφορετικό. Τα παρακολουθώ εντυπωσιασμένος καθώς στέλνουν sms με μια ταχύτητα που τα δικά μου γερασμένα δάχτυλα δεν θα μου επέτρεπαν ποτέ να φτάσω. Δεν μιλούν πλέον την ίδια γλώσσα. Η γλώσσα έχει αλλάξει, η εργασία έχει μετασχηματιστεί. Και να που αυτά τα παιδιά έγιναν άτομα. Στο παρελθόν και μέχρι πρόσφατα, ζούσαμε ανήκοντας κάπου: ήμασταν Γάλλοι, καθολικοί, εβραίοι, προτεστάντες, άθεοι, φτωχοί ή πλούσιοι, ανήκαμε σε μια περιοχή, σε μια θρησκεία, σε μια κουλτούρα, σε μιαν ομάδα, μια κοινότητα, μια διάλεκτο, μια πατρίδα. Οντότητες που μέσα από τα ταξίδια, τις εικόνες και το Διαδίκτυο έχουν σχεδόν όλες τους γίνει συντρίμμια. Εκείνες που ακόμα επιβιώνουν κατακερματίζονται.
Το άτομο δεν είναι πλέον ικανό να συμβιώνει σε ζευγάρι και χωρίζει. Μέσα στη σχολική τάξη δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του, κινείται ή μιλάει. Οι μετασχηματισμοί που έχουν συντελεστεί και που συμβαίνουν πολύ σπάνια στην ιστορία δημιουργούν στην εποχή μας ένα μεγάλο ρήγμα, ένα ρήγμα που μπορεί να συγκριθεί με εκείνα που δημιουργήθηκαν στη νεολιθική εποχή, στις απαρχές της ελληνικής επιστήμης, στην έναρξη της χριστιανικής εποχής, στα τέλη του Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση. Στην κατώτερη άκρη αυτής της ρωγμής βρίσκονται οι νέοι, τους οποίους θέλουμε να εκπαιδεύσουμε με βάση σχήματα που ανάγονται σε μιαν εποχή στην οποία αυτοί δεν αναγνωρίζουν πλέον τους εαυτούς τους: κτίρια, αυλές, αίθουσες, αμφιθέατρα, βιβλιοθήκες, εργαστήρια και οι ίδιες οι γνώσεις υποδηλώνουν ότι ανάγονται σε μιαν εποχή (και στη συνέχεια προσαρμόστηκαν σε μιαν άλλη), στην οποία οι άνθρωποι και ο κόσμος ήσαν αυτό που δεν είναι πλέον. Τι να μεταδώσουμε; Τη γνώση.
Στο παρελθόν και μέχρι πρόσφατα, η γνώση είχε εναποτεθεί στους σοφούς. Το σώμα του παιδαγωγού έμοιαζε να είναι μια ζωντανή βιβλιοθήκη. Επειτα σιγά σιγά η γνώση άρχισε να αντικειμενοποιείται, αρχικά με τους κυλίνδρους περγαμηνής ή χαρτιού, κατόπιν με τα βιβλία και τέλος σήμερα με το Διαδίκτυο. Η ιστορική εξέλιξη του ζεύγους μέσο-μήνυμα αντιπροσωπεύει μια καλή μεταβλητή της λειτουργίας της διδασκαλίας. Επαναλαμβάνω: τι να μεταδώσουμε; τη γνώση; Να την παντού στο διαδίκτυο, διαθέσιμη, αντικειμενοποιημένη. Να τη μεταδώσουμε σε όλους; Σήμερα κάθε γνώση είναι ήδη προσιτή στον καθένα. Πώς να τη μεταδώσουμε; Αμ’ έπος, άμ’ έργον. Μέσω της πρόσβασης στα πρόσωπα και της δυνατότητας πρόσβασης σε κάθε τόπο, η γνώση είναι ήδη διαθέσιμη σε όλους. Από ορισμένες απόψεις έχει ήδη μεταδοθεί παντού και πάντοτε. Αντικειμενοποιημένη αλλά κυρίως διαδεδομένη και όχι συγκεντροποιημένη.
Αισθανόμαστε την επείγουσα ανάγκη αυτού του ριζικού μετασχηματισμού της διδασκαλίας, παρ’ όλο που απέχουμε ακόμα πολύ από αυτόν. Εδώ και μερικές δεκαετίες ζούμε μιαν εποχή που θα μπορούσαμε να τη συγκρίνουμε με εκείνη των απαρχών της ελληνικής παιδείας, τότε που οι Ελληνες έμαθαν να γράφουν. Μιαν εποχή παρόμοια με την Αναγέννηση, κατά την οποία γεννήθηκε η τυπογραφία και διαδόθηκαν τα βιβλία. Μιαν εποχή επομένως που δεν έχει προηγούμενο, επειδή, ενώ οι τεχνικές μετασχηματίζονται, ακόμα και το σώμα μεταμορφώνεται και η γέννηση και ο θάνατος, η αρρώστια και η θεραπεία, τα επαγγέλματα, ο χώρος, το περιβάλλον και το «είναι στον κόσμο» αλλάζουν. Μπροστά σε παρόμοιους μετασχηματισμούς, θα χρειαζόταν αναμφίβολα να επινοήσουμε εξαιρετικές καινοτομίες, πέρα από τα απαρχαιωμένα σχήματα που ακόμα διαμορφώνουν τη συμπεριφορά μας, πέρα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και από τα σχέδιά μας, που εμπνέονται από την κοινωνία του θεάματος.
Βλέπω τους θεσμούς μας να εκπέμπουν ένα φως που μπορεί να συγκριθεί με εκείνο των αστερισμών, που οι αστρονόμοι μας λένε ότι έχουν σβήσει εδώ και πολύν καιρό. Γιατί αυτές οι καινοτομίες δεν έχουν ακόμα γίνει πράξη; Φοβάμαι ότι η ευθύνη βαραίνει τους φιλοσόφους, στους οποίους ανήκω και των οποίων το καθήκον έπρεπε να είναι το να προβλέπουν τις μεταβολές της γνώσης και της πρακτικής και που μου φαίνεται ότι έχουν αποτύχει (…).» (Θ. Γιαλκέτσης, Σημειωματάριο ιδεών, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία)
Διαβάστε και: «Μόνο οι ήπιες ανακαλύψεις βοηθούν τον άνθρωπο», στο «Βήμα».