«Στην ιστορία της λογοτεχνίας υπάρχουν αρκετά κείμενα που υπερασπίζονται την ποίηση (Sidney, Σέλλεϋ, Strand, Nussbaum, Ρόρτυ, Gustaffson) και κάποια, λιγότερα, που την αποκηρύσσουν (Πλάτων, Jackson). Αλλοτε, ορισμένοι ποιητές αδιαφόρησαν (Ρεμπώ), απείχαν (Oppen), παρέκκλιναν (Γκάτσος) ή σιώπησαν (Αναγνωστάκης) χωρίς γραπτές αιτιολογήσεις. Ο Πάρρα αποποιείται την ποίηση γράφοντας ποιήματα. Ο Nicanor Parra Sandoval, όπως είναι ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε στο San Fabi’an de Alico της επαρχίας Chill’an το 1914. Σπούδασε Μαθηματικά και Φυσική. Δίδαξε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της χώρας του και από το 1953 κατείχε την έδρα της Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο. Ταυτόχρονα βρέθηκε σε οικογενειακό περιβάλλον ιδιαίτερα παραγωγικό στις καλές τέχνες, τη συγγραφή και τον αυτοσχεδιασμό (performing)…
Ο Χιλιανός αντι-ποιητής [antipoeta], υποψήφιος πολλάκις για το βραβείο Νόμπελ, ανήκει στην επονομαζόμενη γενιά του ’38 – το πρώτο βιβλίο του Συλλογή τραγουδιών χωρίς όνομα κυκλοφόρησε το 1937. Η γραφή της γενιάς αυτής επέτεινε την κοινωνική λειτουργία της λογοτεχνίας, ανανεώνοντας το μυθιστόρημα και εμπλουτίζοντας την ισπανόφωνη πολιτική ποίηση της Αμερικής. Ο Πάρρα θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της χιλιανής ποίησης μετά τον Νερούδα, ενώ το εμβληματικό έργο του Ποιήματα και Αντιποιήματα (1954) αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους, απανταχού, ανατρεπτικούς ποιητές. Οι ποιητικές οφειλές του αποδίδονται στον Χιλιανό Pablo de Rokha (1894-1968) και στον Κολομβιανό Leon de Greif (1895-1976). Η βαρύτητα δε της παρουσίας του σήμερα μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη του Gonzalo Rojas (γενν. 1917). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές χώρες και ο ίδιος έχει διαβάσει μέρος του έργου του στην Αμερική και στην Ευρώπη. Την τελευταία δεκαετία έκανε εκθέσεις οπτικών ποιημάτων και εικαστικών εγκαταστάσεων.
Σύμφωνα με μια παλιότερη δήλωση του Πάρρα στο Athenea: «Ημασταν μία γενιά γενικώς απολιτική ή καλύτερα αυτό που θα αποκαλούσαμε μη-στρατευμένοι αριστεροί (non-militant leftists). Με τη θρησκεία είχαμε σχέσεις επιφανειακές, συμπτωματικές, δεν πιστεύαμε στον καθολικισμό. Στο ξεκίνημά μου γοητευόμουν από τις ανατολικές φιλοσοφίες (oriental philosophy). Με τους φίλους μου ποιητές, Millas και Oyarzun εμφανιστήκαμε στην ποίηση όταν στο προσκήνιο κυριαρχούσε η ποίηση του ελεύθερου στίχου, του ιερατικού ύφους, η ερμητική, πειραματική ποίηση. Εμείς επιδιώξαμε να εκτεθούμε με ποίηση απροσχημάτιστη, αυθόρμητη, φυσική. Αργότερα αναδείχτηκαν οι λογοτεχνικές αδυναμίες εκείνων των προταγμάτων, εντούτοις, εκείνη η πρώτη εμφάνιση αποτέλεσε το εφαλτήριο για την εξέλιξή μας. Το αντι-ποίημα -σύζευξη του παραδοσιακού τραγουδιού με νότες ιθαγενούς σουρεαλισμού- δεν είναι παρά μία ψυχολογική και κοινωνιολογική οπτική να κοιτάζουμε την ήπειρό μας».… Ο Αργύρης Χιόνης, με πλούσια ποιητική και μεταφραστική θητεία, επέλεξε και μετέφρασε τριάντα ποιήματα από την ευρύτερη, ομώνυμη ανθολογία του Πάρρα Ποιήματα επείγουσας ανάγκης (Editorial Universitaria, S.Α., 1972, Chile). Δείγματα:
Η συλλογή υποδέχεται τον αναγνώστη με ένα εμβληματικό ποίημα, εν είδει μανιφέστου, που με τραχύ και κατηγορηματικό τρόπο επιδιώκει να διαχωριστεί από τις παλαιότερες μοντερνιστικές (mondernist) στοχεύσεις: Κυρίες και κύριοι / Αυτή είναι η τελευταία λέξη μας / -Η πρώτη και τελευταία λέξη μας- / Οι ποιητές κατεβήκανε απ’ τον Ολυμπο. // Για τους παλιότερους / Η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτελείας / Για μας ωστόσο / Πρώτης ανάγκης είδος είναι: / Αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε. // Εμείς κουβεντιάζουμε / σε γλώσσα καθημερινή / Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε. // Ολοι αυτοί οι κύριοι -Και το λέω αυτό μ’όλο το σέβας- / Να μηνυθούνε πρέπει και να δικαστούν / Για οικοδόμηση πύργων στον άνεμο / Για κατασπατάληση χώρου και χρόνου / Συνθέτοντας σονέτα για την σελήνη / Για αράδιασμα λέξεων στην τύχη / Δεν πιστεύουμε σε νύμφες ή τρίτωνες. (Από το ποίημα με τίτλο «Διακήρυξη».)
Κάποτε ο λόγος των ποιημάτων ρέπει στον αφορισμό για να εγχαράξει με αδρές γραμμές τον ποιητή και την πραγματικότητα: Το λιοντάρι είναι φτιαγμένο από αρνιά / Οι ποιητές δεν έχουνε βιογραφία / Ο θάνατος είναι μια συλλογική συνήθεια / Η πραγματικότητα τείνει να εξαφανιστεί, («Φράσεις»). Ενίοτε δεν λείπουν οι τολμηρές μεταφορές που δυσκολεύουν τον αναγνωστικό εφησυχασμό, και περαιτέρω, τον κοινωνικό: Οι συνταξιούχοι είναι για τα περιστέρια / Ο,τι οι κροκόδειλοι για τους αγγέλους, («Σύνταξη»), ενώ ορισμένοι στίχοι κάνουν έκκληση για αναστοχασμό, λ.χ. για πατριωτικούς λόγους: Θαρρούμε χώρα ότι είμαστε / και στην ουσία μόλις που είμαστε τοπίο, («Χιλή»).
Εντούτοις τα μοτίβα που ξεχωρίζουν στα Ποιήματα επείγουσας ανάγκης και διεκδικούν την κλίμακά τους, σε σχέση με τις διυποκειμενικές μεταφυσικές ανησυχίες, είναι εκείνα της ατομικής καθημερινότητας: Ας υποθέσουμε ότι σταυρώθηκε / ας υποθέσουμε ακόμη κι ότι αναστήθηκε / -αδιάφορα μου είναι όλ’ αυτά- / εκείνο που θα ήθελα εγώ να ξεκαθαριστεί / είναι τι έγινε η βούρτσα των δοντιών / πρέπει απαραιτήτως να τη βρούμε, («Ας υποθέσουμε πως είναι τέλειος άνθρωπος»)…
Το έργο του Πάρρα φωτίζεται από τις θεματικές, τα ζητήματα και τους προβληματισμούς και άλλων ποιητών της ισπανόφωνης αμερικανικής ποίησης (Spanish American poetry) που ταυτοχρόνως αποτελούν την κληρονομιά της Λατινικής Αμερικής από τον 20ό αιώνα: η διαχείριση της μετα-αποικιοκρατικής συνθήκης, η φτώχεια, ο άκρατος καταναλωτισμός των μεγαλουπόλεων και τα τελευταία χρόνια, η κακή σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον.
Η «αντι-ποιητική» ποιητική του Πάρρα δεν αποσκοπεί στην αισθητική, στον συμβολισμό ή στον διακειμενικό συγχρωτισμό, αλλά στην κοινωνική και πολιτική κριτική. Ο στοχασμός του είναι ανάλογος της ανεπιτήδευτης γλώσσας και της απλής σύνταξης. Παρότι αφορμάται από καθημερινά μοτίβα, παρωδεί τα «καταφύγια» και τις οδηγίες ζωής. Αν όπως είπε η Laura (Riding) Jackson «η ποίηση απέτυχε να μεταφέρει μία υπερβατική αλήθεια αφήνοντας μόνο τις υποσχέσεις της γλώσσας», τα ποιήματα του Πάρρα απηχούν ισχυρά αυτό που απομένει στην πράξη, μετά τις διαψεύσεις που δοκιμάζει ο σύγχρονος άνθρωπος,
Η αμερικανίδα μεταφράστρια Edith Grossman, καταξιωμένη διεθνώς για τη μεταφορά στην αγγλική γλώσσα πλείστων, εμβληματικών, ισπανόφωνων έργων του 20ού αι., υπογραμμίζει ότι η δραστικότητα των ποιημάτων του Πάρρα δεν οφείλεται απλώς στην τεχνική μείξης καθομιλουμένης, αργκό και γλωσσικών κλισέ, κατά την πραγμάτευση σοβαρών ζητημάτων, προϊούσης της ειρωνείας. «Υπάρχει, αρχικά, σαφής διαχωρισμός πρωταγωνιστή και αναγνώστη, ενώ μετέπειτα ωθείται πιεστικά ο αναγνώστης να “μπει” στη θέση του πρωταγωνιστή. Αυτή η αναπόφευκτη εμπλοκή αναδεικνύει την αδυναμία ή την απελευθερωτική ισχύ του ανθρώπου καθώς επιχειρεί να προσεγγίσει το θείο στοιχείο, τη σεξουαλικότητα ή τις δυνατότητες της σκέψης. Από εκείνη τη στιγμή, τα νοήματα των ποιημάτων πραγματώνουν τη φύση τους: γίνονται κτήμα του καθένα και όλων». (Βιβλιοπαρουσίαση του Γ. Χαντζή στην «Ελευθεροτυπία»).