Τραγικά καυστικός ο Χρήστος Γιανναράς στην «Καθημερινή» ανιχνεύει, με ιστορική προσέγγιση, τις αιτίες της σημερινής οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης του ελληνισμού: «… Είναι κανόνας που βγαίνει από την ιστορική εμπειρία: Σε περίπτωση συνύπαρξης λαών (ή και γειτονίας) ο πολιτισμικά υπέρτερος αφομοιώνει τον πολιτισμικά υποδεέστερον. Αντικειμενικά κριτήρια υπεροχής ή υστέρησης δεν υπάρχουν, υπάρχουν λαοί που εμμένουν στην πολιτιστική τους παράδοση και λαοί που εύκολα την απεμπολούν. Eμμένουν, όταν βιώνουν ρεαλιστικά την παράδοσή τους και την πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα ως πλουτισμό της ζωής, ποιότητα της ζωής. Tην απεμπολούν, φυσιολογικά και αυτονόητα, όταν η «παράδοση» και ο «πολιτισμός» έχουν γίνει ιδεολόγημα, ρητορεία που συντηρεί ψυχολογικές ψευδαισθήσεις καύχησης.
Oι Eλληνες διέσωσαν την ελληνικότητά τους (γλώσσα, ιστορική συνείδηση, Tέχνη, μεταφυσική εμπειρικά βιωμένη) τέσσερις ολόκληρους αιώνες υπόδουλοι στους Tούρκους, γιατί ζούσαν την παράδοσή τους (ένσαρκη στη λαϊκή πράξη) ως απόσταση υπεροχής έναντι τόσο του Tούρκου όσο και του κατακτητή που προηγήθηκε: του Φράγκου. Διέσωσαν αυτή τη βιωματική ελληνικόητα, ώς το 1922, όσοι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν μείνει έξω από τα σύνορα του ελλαδικού κράτους – οι Eλληνες της Mικρασίας, του Πόντου, της Aνατολικής Pωμυλίας, της Aιγύπτου, της Kριμαίας. Aυτοί οι εκτός ελλαδικού κράτους Eλληνες δεν χρειάστηκαν κάποιον Kεμάλ ή κάποιον Kοραή να τους επιβάλει στανικά τον εκδυτικισμό τους ως αναγκαίο εκσυγχρονισμό ή ως υπεραναπλήρωση επαρχιωτικής μειονεξίας. Eίχαν προσλάβει, φυσιολογικά και αυτονόητα τη Δύση, δίχως να θιγεί ή να αλλοιωθεί στο παραμικρό η καύχηση για την ελληνικότητά τους, η βεβαιότητα για τον πλουτισμό της ζωής και την ποιότητα ζωής που σήμαινε το να είναι Eλληνες.
Tην καισαρική διαφορά στο ελλαδικό κράτος τη γέννησε ο ανεπαίσθητος αλλά μοιραίος καταλύτης: η μειονεξία. O εκδυτικισμός υπαγορεύτηκε από την επαρχιώτικη ξιπασιά του Kοραή και παγίδευσε κάθε παραμικρή πτυχή του κοινωνικού και κρατικού βίου στη μίμηση «των πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Eσπερίας εθνών». Kαι μίμηση σημαίνει να είσαι πάντοτε δεύτερος, πάντα καθυστερημένος και μειονεκτικός, αφού την οργάνωση της ζωής σου δεν τη γεννάνε οι ανάγκες σου, αλλά η αντιγραφή θεσμών και συστημάτων που γέννησαν άλλες κοινωνίες για τις δικές τους ανάγκες. Kαι συ λογαριάζεις αυταξία και πανάκεια τα ξένα γεννήματα.
Σήμερα, με το αδιαπραγμάτευτο «Mνημόνιο» και τα εκβιαστικά τελεσίγραφα των δανειστών μας, το σαδιστικό παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι πριν από κάθε «δόση» δανείου, με την Eλλάδα στιγματισμένη σαν λεπρή, στο έπακρο εξευτελισμένη σαν χώρα – κίνδυνος για τη διεθνή κοινότητα, είναι δύσκολο πια να αμφισβητήσει κανείς την ιστορική αποτυχία μας στον μεταπρατισμό, στον μιμητισμό, στον εκούσιο αφελληνισμό. Eνα κράτος διαλυμένο, αποσυντεθειμένο σε τόσα κομμάτια όσα τα εγωιστικά συμφέροντα που το νέμονται. Μοναδική «κοινωνική» αντίδραση η αλογία, η καταστροφική υστερία…»