Αξιοπρόσεκτη η κριτική – υφολογική κυρίως- ανάλυση της Ειρήνης Γιαννάκη για τον ποιητικό τρόπο του Γιάννη Σκαρίμπα στη Lifo. Παραθέτουμε αποσπάσματα: «… Ενώ το υπόλοιπο έργο του έχει διερευνηθεί αρκετά από την κριτική, τα ποιήματά του είναι λιγότερο γνωστά και έχουν παραμείνει μάλλον στη σκιά της πεζογραφίας του. Ίσως γι’ αυτό να ευθύνεται και η ιδιομορφία της περίπτωσής του –που αν και τον έκανε γνωστό, έστρεψε όλο το ενδιαφέρον στα μυθιστορήματά του– και η αδυναμία του να σταθεί σε οποιαδήποτε κατάταξη και κατηγοριοποίηση.
Ιδιόρρυθμος και πρωτοπόρος, ανήκε στους νεωτεριστές της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Με έργο ποικίλο και εκτενές –από διήγημα, μυθιστόρημα και ποίηση μέχρι χρονογράφημα, ιστορία και θέατρο– έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και δεν την εγκατέλειψε ποτέ –ούτε καν στο έργο του αφού από τόπος κατοικίας κατέληξε να μετουσιωθεί σε υπερβατικό λογοτεχνικό τοπίο. Πολύ βαρύς για να τον αντέξει η Χαλκίδα αλλά και η υπόλοιπη Ελλάδα. Με μια εντελώς δική του θεώρηση της πραγματικότητας, μέγας είρων και μόνιμα παρεξηγημένος ήρθε συχνά σε ρήξη με το κατεστημένο γύρω του. Βρισκόταν ίσως πιο κοντά με τους ντανταϊστές παρά με τους υπερρεαλιστές, που τους ειρωνευόταν κιόλας συχνά, μιμούμενος τους. Το παράδοξο και το γκροτέσκο τον είχαν διαποτίσει αλλά ήταν εντελώς δικιάς του κοπής.
Οι τρεις ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησε –«Ουλαλούμ», «Εαυτούληδες» και «Βοϊδάγγελοι»– συνθέτουν ένα σύμπαν από αλλόκοτα και ατμοσφαιρικά ποιήματα που υπηρετούν το παράλογο. Είχε πολλά πρόσωπα η ποίησή του: λυρικός, σατιρικός, ερωτικός, ονειροπόλος, σπαρακτικός, καυστικός.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=V4C_A-GD_Fw&feature=related&w=425&h=350]
Βαθιά τραγικός αλλά με μια σπινθηροβόλα ειρωνεία που λυτρώνει. Τα επίπεδα του λυρισμού του συναγωνίζονται αυτά της τραγικότητάς του. Πολύ πιο βαθύς απ’ ότι αρχικά αφήνει να διαφανεί. Επιλέγω δύο από τα πιο γνωστά του ποιήματα –την «Φαντασία» και τους «Εαυτούληδες»– και τα εξετάζω κατ’ αντιπαράσταση. Ο λυρισμός του πλάι-πλάι με το σκώμμα του αποκαλύπτει καλύτερα το μέγεθος της ποιητικής του ιδιοφυίας. Αν και τα δυο ποιήματα μοιάζουν ασύνδετα έως και αντίστροφα, κάπου στο βάθος αντηχούν αντιστικτικά σαν ένα.
Θα μπορούσαν να πρόκειται και για προγραμματικές δηλώσεις της Σκαρίμπειας Ποιητικής. Τα βασικά μοτίβα της επαναλαμβάνονται κι εδώ: η φυγή από την πραγματικότητα, η γκάφα, το πλοίο, οι παλιάτσοι. Και στα δύο η ίδια η φύση του Σκαρίμπα παρούσα: η μελαγχολία του, ο αυτοσαρκασμός και η ατελεύτητη φαντασία του:
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Νάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Και νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=wsecNB3uHqY&w=425&h=350]
Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών – στα χάη.
Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς, έως ότου –φως μου–
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού τού κόσμου . . .(Ουλαλούμ, 1936)
Η ονειρική κατάσταση που ζωγραφίζει μοιάζει σαν ύμνος των συμβολιστών. Τι άλλο από αυτό το «κάτι ωραίο κοντά» να είναι η Φαντασία που πραγματώνει αυτό που δεν υπάρχει; Σαν μια αόρατη δύναμη σιμά που σε ωθεί προς ένα μυστήριο θαύμα –η Τέχνη, ο Έρωτας, η γραφή, το άρρητο; Όχι και τόσο ανέφελη όμως γιατί κάτι καιροφυλακτεί. Ωστόσο, μέχρι να «βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου» θα θριαμβεύει. Και το πλοίο-θάνατος θα πλησιάζει. Σαν δυο αντίρροπες δυνάμεις –ο άνεμος που σπρώχνει ανυψώνοντας και η ανυπαρξία που έρχεται. Πράξη ελευθερίας και ανατροπής η Αυτού Μεγαλειότης Φαντασία και ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχω διαβάσει υπό τον τίτλο αυτό. Είναι αδύνατο να νιώσεις τον Σκαρίμπα αν δεν της υποβάλλεις τα δέοντα.
Και στο επόμενο ποίημα όμως κάνει την αναφορά του σ’ αυτήν –όχι ρητώς στον τίτλο, αλλά σαν αθέατη υποσημείωση. Στην ίδια κοινή γραμμή του «φανταιζίστικου» –όπως είχε αποκαλέσει την ποίηση του Σκαρίμπα ο Μανώλης Αναγνωστάκης:
ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ
Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν —χωρίς κανέν’ να μου λείπει—
τα λάθη.
Κι ως τα γνώρισα όλα μου γύρω —μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, οι γκάφες
μου όλες.
A!… τι θίασος λίγον τι από αλήτες
μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,
έτσι ως έμοιαζαν —με πρησμένες τις μύτες—
παλιάτσους.
Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη β έ ρ γ α
μπρος σε τρίποδα με κ ά ν τ α μυστήρια,
όπου γράφονταν τ’ αποτυχημένα μου έργα
—εμβατήρια!
Α… τι έμπνευση!… Μαιτρ του φάλτσου γώ πάντα,
με τη βέργα μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμους
νά, με δαύτη μου να παρελάσω τη μπάντα
στους δρόμους.
Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,
μέσ’ σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
οι παλιάτσοι μου —στον αέρα πηδώντας —
τα θούρια…(Εαυτούληδες, 1950)
Ο αυτοσαρκασμός του εδώ φτάνει σε υψηλές νότες. Παράτες, θούριοι, μπάντες και εμβατήρια –με τιμή και δόξα– συμμετέχουν για να υμνηθούν τα φάλτσα της ζωής και της Τέχνης. Οι ήρωες-γελωτοποιοί είναι εκείνοι με τους οποίους ταυτίζεται και αυτοπαρωδείται ο Σκαρίμπας σε όλο του το έργο. Και ο «Μαιτρ του φάλτσου» αυτοϋπονομεύεται από την ίδια του την Τέχνη: «Α… τι έμπνευση!..». Αλλά στο τέλος το ίδιο το αποτέλεσμα τον λυτρώνει για όλα «τ’ αποτυχημένα του έργα». Πως θα παρομοίαζε κανείς τους χαμερπείς «εαυτούληδες» του; Σαν ποταπά υποκείμενα που σέρνονται κακόμοιρα εκλιπαρώντας για επιείκεια; Ο Σκαρίμπας πάντως όχι. Τα φάλτσα για αυτόν είναι παλιάτσοι που διασκεδάζουν τους εαυτούς τους κι εμάς με την τραγικωμωδία τους. Τους διακωμωδεί τεχνηέντως, σε έναν λες μετα-σαρκασμό. Δείτε τη γελοιότητα των «εαυτούληδων» σας, αν τους βάλετε όλους να παρελάσουν μπροστά σας σαν περιπλανώμενος θίασος. Δεν έχουν μια πανηγυρτζίδικη νότα; Ο Σκαρίμπας στήνει την παράσταση και μας καλεί να αναγνωρίσουμε τον κλαυσίγελο. Η commedia dell’ arte του δοξάζει με τα ταρατατζούμ της τη ζωογόνα δύναμη του φάλτσου και την αλλόκοτη μελωδία που συνθέτουν οι πανωλεθρίες μας.
Πόσο ευφυής απαιτείται να είσαι για να περπατάς στην κόψη του ξυραφιού; –για να μετατρέπεις το τραγικό σε σκώμμα χωρίς να χάνει ίχνος από την ζοφερότητά του και το συναίσθημα σε λυρισμό χωρίς να διολισθαίνει στο μελό ή σε κούφιους ρομαντισμούς;Τα δύο ποιήματα δίπλα–δίπλα μου θυμίζουν το πώς η «φαντασία» προβάλλει ως αντίβαρο για τις χασμωδίες από τα λάθη μας. Όπου φαντασία βάλτε ποίηση, δημιουργία, γραφή, ελευθερία, ανατροπή –ό, τι ταυτίζεται με αυτήν ή την προαπαιτεί για να υπάρξει. Η μεγαλειώδης ανυψωτική δύναμή της είναι που κάνει λιγότερο αβάσταχτους τους μεμψίμοιρους εαυτούληδες μας. Και είναι αυτή που τους μεταμορφώνει σε παλιάτσους, όπως η τέχνη –και συγκεκριμένα εδώ η ειρωνεία της– μας βοηθά να εξωραΐζουμε ή να ξορκίζουμε την πραγματικότητα, όταν αυτή παύει να είναι υποφερτή.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=qNQFSNmuibg&feature=related&w=425&h=350]
Ο ρυθμός που φανερώνεται σ’ αυτά τα ποιήματα του Σκαρίμπα αντηχεί και σε όλο του το έργο και όπως είπε και στο αριστουργηματικό «Θείο τραγί»: «Έχει ένα χτύπο το χάος. Έχει ένα σφυγμό το κενό». Και έδωσε και την παρηγοριά ωσάν προτροπή του: «Λυπάμαι μόνο ό, τι είναι ακίνητο και άψυχο και δεν μπορεί να αισθάνεται…».
Αυτός ο σαρκασμός του όμως, που κατατρώει τα πάντα, στο βάθος είναι τρυφεράδα. Μου θυμίζει απ’ την ανάποδη ένα στίχο του Paul Verlaine (μακρινού παππού της «Φαντασίας») σε μετάφραση Καρυωτάκη –του άλλου μελαγχολικού συγγενή του Μεσοπολέμου: «Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ, παρά όσο κάνετε τον τρυφερό». Η ειρωνεία είναι η μόνιμη του καταφυγή από τον κόσμο γύρω του που τον πληγώνει. Η τραγικωμωδία του Σκαρίμπα είναι τόσο συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση, που η λοξή του ματιά θα είναι για πάντα επίκαιρη, και η ποίησή του είναι σαν «κειν’ η κορδέλα η φανταιζί» που μας χαιρετάει ακόμα και σήμερα από τα χάη…»