Παρακαταθήκη νεοελληνικού πολιτισμού οι εικόνες, αλλά και ο λόγος του Θεοδ. Αγγελόπουλου: «Το ταξίδι, τα σύνορα, η εξορία. Η ανθρώπινη μοίρα. Η αιώνια επιστροφή. Κι όχι μόνο. Όλες μου οι εμμονές μπαίνουν και βγαίνουν στις ταινίες μου, όπως μπαίνουν και βγαίνουν, όπως σωπαίνουν για να ξαναεμφανιστούν αργότερα, τα όργανα μιας ορχήστρας…
O Όμηρος και οι αρχαίοι τραγικοί, εδώ, στην Ελλάδα, αποτελούσαν στην εποχή μου μέρος της σχολικής μας παιδείας. Oι αρχαίοι μύθοι μάς κατοικούν και τους κατοικούμε. Ζούμε σ’ έναν τόπο γεμάτο μνήμες, αρχαίες πέτρες και σπασμένα αγάλματα. Όλη η νεότερη ελληνική τέχνη φέρει τα σημάδια αυτής της συμβίωσης. Η διαδρομή μου, η πορεία μου, η σκέψη μου, θα ήταν αδύνατον να μην έχουν ποτιστεί από όλα αυτά. Όπως λέει ο ποιητής, «έβγαιναν απ’ το όνειρο, καθώς έμπαινα στο όνειρο. Έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα ‘ναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει». Η σχέση μου με τη λογοτεχνία και την ποίηση μ’ έφεραν πολύ νωρίς κοντά σ’ όλες τις αναζητήσεις –γλωσσικές ή αισθητικές– του μοντερνισμού.»
Απ’ όλους τους σκηνοθέτες της παράδοσης του πολιτικού Μοντερνισμού, εκείνος που απέκτησε το μεγαλύτερο κύρος τη δεκαετία του 80, ήταν ο Αγγελόπουλος.Αντικατέστησε τον Antonioni και τον Jiancso, ως βασικός εκπρόσωπος της προσέγγισης του μονοπλάνου. Η μακρινή κάμερα δίνει έμφαση στους χαρακτήρες που κινούνται σε τοπία, απεικονίζοντας τη δύναμη που ασκεί η τοποθεσία στη δράση ή αντιπαραβάλλοντας έναν περιβάλλοντα χώρο με ένα γεγονός. Ο Αγγελόπουλος, πάντα έτοιμος για παιχνίδια χρονικής μετατόπισης με την Ιστορία κια την Μνήμη, αποτέλεσε μια μοναδική εκδοχή της μεταπολεμικής μοντερνιστικής παράδοσης…
Απόσπασμα από την “Ιστορία του Κινηματογράφου” του David Bordwell.