Πότε μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος ποιητής είναι ένα ερώτημα που μέχρι σήμερα δεν απαντάται αβασάνιστα με τον κοινό νου, εκτός, αν κάποιος το αντιμετωπίσει προχωρώντας σε αυθαίρετη σοφιστική προσέγγιση. Οι ίδιοι, οι αποκαλούμενοι ποιητές το θέτουν τις περισσότερες φορές στον εαυτό τους χρησιμοποιώντας το ως βάση για να διαπραγματευτούν την υπαρξιακή τους αγωνία μέσα από άλλα προκύπτοντα συναφή ερωτήματα. Παράδειγμα: Ποια θέση του ποιητή στον κόσμο, ποια η σχέση του με την ίδια την τέχνη του, ποια η σχέση του με τη συμβατική ζωή στην οποία είναι αναγκασμένος να προσαρμόζεται καθημερινά. Στη σημερινή διαδικτυακή μας περιήγηση, «πέσαμε» στο παλιότερο άρθρο του Ντίνου Σιώτη στην Ελευθεροτυπία:
«Ωστόσο, ό,τι και να πει κανείς, ποιητής είναι εκείνος που γράφει ποιήματα με μέτρο, ρυθμό και ομοιοκαταληξία», είπε ο Μαρσέλ Ντυσάν στα μέσα του περασμένου αιώνα, αντιγράφοντάς το, προφανώς, από κάποια εγκυκλοπαίδεια.Αυτό ισχύει ώς έναν βαθμό και σήμερα. Φτάνει όμως αυτό για να ορίσει τον ποιητή; Μπορεί ο κάθε ποιητής να έχει τον δικό του ορισμό για το τι σημαίνει «ποιητής» ή να ισχύουν τόσοι ορισμοί ανάλογα με το με ποιους ποιητές έχει «κοιμηθεί» και με το ποιες θεωρίες και πρακτικές ποίησης έχει ασπασθεί ο ερωτώμενος. Μπορεί, τέλος, κάποιος ποιητής να σου πει ότι εξ ορισμού είναι πέραν ορισμού. Ναι, εντάξει όλα αυτά, αλλά «ορίζεται ο ποιητής;»
Ο Σεφέρης έγραψε στον «Βασιλιά της Ασσίνης» «ο ποιητής ένα κενό» και μ’ αυτό ξεμπέρδεψε. Ισως είχε στο νου του το «κούφον γαρ χρήμα ποιητής έστιν», όπως εύστοχα επισημαίνει η Τασούλα Καραγεωργίου σε πρόσφατο τεύχος του περιοδικού Πλανόδιον. Κάθε άλλο παρά ένα κενό, θα αντιτάξουν πολλοί, όχι ασήμαντοι ποιητές. Ασφαλώς ο Σεφέρης εννοούσε ένα μεταφυσικό κενό, ένα κενό που δεν πληρούται ούτε και από την ίδια τη ζωή, πόσω μάλλον από την ποίηση. Ωστόσο επιμένω: ορίζεται ο ποιητής;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα δεν φτάνει να δούμε αν συμφωνεί έστω μια μερίδα της κοινωνίας των ποιητών στο τι σημαίνει να είναι κανείς ποιητής, αλλά πρέπει να ψάξουμε και το τι συναποτελεί σήμερα την ποίηση, σε μια εποχή απίστευτης ενίσχυσης του εγωισμού, παγκοσμιοποιημένης μοναξιάς και υπαρξιακής ύφεσης. Βασικά ποιητής δεν είναι εκείνος που απλώς γράφει για να εκφρασθεί ή για να εκφράσει ό,τι τον περιβάλλει ή τον διαμορφώνει. Ούτε κάνει κάποιον ποιητή μόνο το γεγονός ότι γράφει ποιήματα. Για να μιλήσω απλά: ποιητής είναι εκείνος που γράφει για να κατανοήσει πρωτίστως τον εαυτό του, τον ρόλο του στη ζωή, την ίδια τη ζωή, τα πράγματα, τον περιβάλλοντα κόσμο και χώρο. Και να τα ερμηνεύσει μέσω της ποίησης.
«Κάθε ποιητής έχει να ολοκληρώσει μια αποστολή», μας λέει η κορυφαία Πολωνή ποιήτρια Αννα Καμιένσκα, που μαζί με τη Βισουάβα Σιμπόρσκα και την Τζούλια Χάρντγουικ συμπληρώνουν την «αγία» γυναικεία ποιητική τριάδα του 20ού αιώνα της πατρίδας τους. Και συνεχίζει: «Οταν αρχίζεις να την πραγματώνεις, ανακαλύπτοντας την αποστολή σου, η ποίηση γίνεται αμέσως αυθεντική». Αυτή η αποστολή δεν ολοκληρώνεται με την έκδοση μιας ή πέντε συλλογών ποίησης, όσο καλές και αν είναι, όσα βραβεία κι αν αποσπάσουν. Η αποστολή στην οποία αναφέρεται η Καμιένσκα κάνει έναν ολόκληρο κύκλο, διαρκεί διά βίου, είναι μια αφοσίωση όχι μόνο στην ποιητική τέχνη αλλά, κυρίως, στην τέχνη της ζωής. Ο ποιητής είναι ταγμένος να φυλάει Θερμοπύλες, όπως θα έλεγε ο Καβάφης, ο μέγας Ελληνας της Αλεξάνδρειας. Και τιμή του, ασφαλώς. Οπότε περνάμε στο επόμενο βήμα: τον ποιητή, για να είναι αυθεντική η ποίησή του, τον ενδιαφέρει η αλήθεια, η εσωτερική αλήθεια, η αλήθεια της ψυχής, όχι η δική του αλήθεια, όχι ο ιδιωτισμός του στο κέλυφος του οποίου βρίσκει προστασία από τις εξωτερικές συνθήκες, αλλά η δημόσια, η κοινή αλήθεια, η οποία μπορεί να είναι ανήσυχη, συναρπαστική και αντισυμβατική.
Με άλλα λόγια, ποιητής ορίζεται εκείνος που έχοντας αναγάγει την ποίηση σε τρόπο ζωής, αναψηλαφεί συνεχώς τις αιώνιες αξίες, τις μεταφυσικές συνισταμένες τους, τις προοπτικές τους, την περιρρέουσα πραγματικότητα. Και ασφαλώς, ποιητής δεν είναι εκείνος που μπήκε στο νοσοκομείο για μια εξέταση ή για μια εγχείρηση και βγήκε με μια συλλογή ποιημάτων ούτε, βέβαια, εκείνος που τρέχει πίσω από την προσωπική του πραγματικότητα, βυθισμένος στα δικά του βιώματα, συνήθως αλαζονικά και αυτάρεσκα.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης λέει ότι δεν ορίζεται ο ποιητής, αν και παραδέχεται ότι μερικοί από τους ορισμούς που δίνουν στον ποιητή οι φιλόλογοι, οι φιλόσοφοι, οι γλωσσολόγοι, οι κριτικοί και οι μελετητές, τις πιο πολλές φορές είναι σωστοί – εφόσον, βέβαια, αναφέρονται σε ποίηση με καινοτόμο λειτουργία, που δημιουργεί τις συνθήκες τού αύριο. Ως παράδειγμα φέρνει τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο και τον Ελύτη, των οποίων η παρακαταθήκη βασίζεται σε μια πρόταση για την προοπτική της ποιητικής πρωτοπορίας.
Η ποίηση, το ποίημα και ο ποιητής είναι μια αδιαίρετη ενότητα, ένα και το αυτό πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό απευθύνεται στο κοινό, στον αναγνώστη, βγάζει έξω, κατά την Καμιένσκα, τον «εσωτερικό ρυθμό της φαντασίας του ύστερα από νευρικές παρορμήσεις. Ο ρυθμός είναι επίσης μια μορφή πειθαρχίας. Και η πειθαρχία είναι μια ηθική αντίληψη». Σχετικά με το θέμα της ηθικής έχει ειπωθεί ότι ο ποιητής, μάρτυρας κι αυτός της ομορφιάς και της ασχήμιας της ζωής, πρέπει να έχει χαρακτήρα, προφανώς καλό χαρακτήρα. Κι αυτό όμως διαψεύδεται από την ίδια την ιστορία: ο Πάουντ, μέγας αναμορφωτής του μοντερνισμού, ήταν φασίστας. Ο Γκίνζμπεργκ, σπουδαίος αντικομφορμιστής, ήταν μισογύνης. Ο Νερούδα -με τον Βαγιέχο, από τους μεγαλύτερους ισπανόφωνους ποιητές του 20ού αιώνα- ήταν σταλινιστής, άπληστος και ασύδοτος, παρά το ότι διακήρυττε ότι θα έδινε τον χιτώνα του σε κάποιον που δεν είχε ρούχα. Σπουδαίοι και σημαντικοί ποιητές ήταν ρεμάλια και οπορτουνιστές. Και είναι κοινό μυστικό ότι οι περισσότεροι ποιητές δεν έχουν μεγάλη σχέση με την ηθική και τις αξίες της, προτιμώντας έναν μικρόκοσμο όπου φωλιάζουν ναρκισσισμός, εγωπάθεια και μεγαλομανία. Τελειώσαμε και με τον χαρακτήρα;
Για να το θέσω και αλλιώς: «ποίηση, ποιητής, ποίημα», το αδιαίρετο αυτό τρίδυμο, είναι κάτι που μπορεί και σου ανοίγει το κεφάλι στα δύο, σου σπάει το κρανίο, σε αφήνει άναυδο, σε δαγκώνει. Ποίηση έχουμε όταν τα πράγματα της ψυχής μάς διαπερνούν, μας ενοχλούν και μας αποκαλύπτουν υπερβάσεις. Ποίημα είναι μια σύνθεση που φτάνει στα άκρα της γλώσσας, ξεπερνά το υπαρκτό και κοιτάζει τη ζωή από την άλλη πλευρά. Ετσι και ο ποιητής: δεν αναμασά λέξεις για να φτιάχνει πλατινέ στίχους, δεν «στέλνει την πραγματικότητά του σε διακοπές», όπως πρότεινε στη γυναίκα του ο Αντρέ Γκορζ, ούτε φεύγει από την πραγματικότητα για να πάει στην ιδιωτικότητα, αλλά με κάθε του ποίημα δίνει μια ριζοσπαστική κατεύθυνση στην ποίηση, διαχέοντας παντού ό,τι συμβαίνει γύρω του. «Ενα καλό ποίημα είναι μια πράξη αντίστασης», έχει γράψει ο κορυφαίος Παλαιστίνιος ποιητής Μαχμούντ Νταρβίς, αλλά, εκτός από τους στρατευμένους ποιητές που σήμερα θεωρούνται ντεμοντέ, πόσοι αυτοαποκαλούμενοι «ποιητές» έχουν γράψει ένα καλό ποίημα που να συνιστά συγχρόνως και πράξη αντίστασης;
Εν κατακλείδι, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει ορισμός του ποιητή. Ή μάλλον υπάρχουν τόσο πολλοί ορισμοί που σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας. Αντίθετα, υπάρχουν πολλοί περιορισμοί, απεριόριστοι περιορισμοί, στο τι δεν συνιστά ποίηση, ποιητή, ποίημα. Αυτά μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους οι ποιητές, οι οποίοι ας μετρηθούν να δούνε ποιοι και πόσοι νιώθουν όντως ποιητές. Ας αναρωτηθούν αν η Ποίηση είναι ένα από τα τελευταία καταφύγια της αξιοπρέπειας που τους έχει απομείνει -αφού κοιτάξουν πρώτα να δουν μήπως οι ίδιοι έχουν μείνει από αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια…»