Ανιχνεύοντας τις αιτίες της κρίσης, επιβάλλεται να αξιοποιήσουμε το λόγο και την οξυδέρκεια της σύγχρονης ελληνικής διανόησης. Το επίκαιρο και θεμελιώδες βοήθημα κατανόησης του ελλαδικού παρόντος έργο του – πρόωρα χαμένου- έλληνα διανοητή Παναγιώτη Κονδύλη «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχονης Ελλάδας», μας παρουσιάζει με καίρια αναγνωστική ματιά ο Κωστής Παπαγιώργης στη Lifo: «…Tο καίριο πρόβλημα για το νεοπαγές βασίλειο της Ελλάδος (1833) αφορούσε βέβαια τη συγκρότηση της ντόπιας κοινωνίας, με αιχμή την αστική λεγόμενη τάξη. Υπήρχε αστική τάξη ή δεν υπήρχε; Οι εύποροι πολίτες, οι πλουτοκράτες, οι νοικοκυραίοι, ο παροικιακός ελληνισμός, συγκροτούσαν όντως μια τάξη που θα μπορούσε να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της πτοημένης χώρας; Ο Κονδύλης είναι κατηγορηματικός: περνώντας στον εικοστό αιώνα, αποφαίνεται ότι στη χώρα μας η «αστική τάξη» εισήχθη ως έννοια, φέροντας φορτίο αρνητικών παρασημάνσεων. Συγκεκριμένα, η αστική τάξη θεωρήθηκε στα καθ’ ημάς αντίπαλος της ανερχόμενης εργατικής τάξης, ενώ στην Ευρώπη -για μακρό, χρονικό διάστημα- ενσάρκωνε τον κύριο κοινωνικό αντίπαλο της αριστοκρατίας και της κληρικοκρατίας, με άλλα λόγια ήταν φορέας νέας θετικής αντίληψης για την οργάνωση της ζωής και μιας ρωμαλέας νέας κοσμοθεωρίας. Η απορία είναι απλή: θεωρήσαμε, άραγε, την αστική τάξη ως προοδευτικό στοιχείο ή εξ υπαρχής την καταδικάσαμε ιστορικά; Το παράταιρο εν προκειμένω αφορά την εισαγωγή κοινωνικών όρων που δεν αντιστοιχούσαν στα ντόπια δεδομένα. Με έννοιες προωθημένων κοινωνιών, όπως ήταν οι ευρωπαϊκές, πασχίζαμε να αναλύσουμε τη δική μας κοινωνία που απείχε παρασάγγες. Συγκεκριμένα, οι δραστηριότητες των καραβοκυραίων και των βιοτεχών αποτελούσαν μάλλον φαινόμενα προκαπιταλιστικά, καθώς οι εργασιακές σχέσεις διέπονταν από άγραφους πατριαρχικούς νόμους του δούναι και λαβείν, καλλιεργώντας με άλλα λόγια τη σχέση υπακοής και προστασίας. Λόγος για αστικό πολιτισμό δεν μπορεί να γίνει, απεναντίας η Ελλάδα εξακολουθούσε να κινείται στο πλαίσιο της βαλκανικής πατριάς.
Δύο καίρια χαρακτηριστικά σημειώνει ο Κονδύλης: δεν επετεύχθη «μετακένωση» στο εσωτερικό ούτε της αστικής δραστηριότητας ούτε ενός κάποιου σοβαρού νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο καπιταλισμός ήταν αρχικά ευρωπαϊκό φαινόμενο, καθότι και ο φεουδαλισμός ευρωπαϊκού τύπου (άγνωστός σε ‘μας) αποτέλεσε την απαραίτητη αρνητική προϋπόθεση για την ανάπτυξη αστικής τάξης. Όπερ σημαίνει ότι οι φορείς της οικονομικής ανόδου δεν απέβαλαν τα πατριαρχικά τους γνωρίσματα. Αν άτομα και ομάδες του παροικιακού Ελληνισμού απέκτησαν αξιόλογη οικονομική ισχύ, αυτό οφειλόταν στην ταύτιση των συμφερόντων τους με συμφέροντα αγγλικών, κυρίως, μεγάλων εταιρειών.
«Εδώ έλειπε μια ουσιώδης διάσταση της αστικής οικονομίας, του αστικού πολιτισμού και της αστικής αυτοσυνείδησης: η διάσταση η προμηθεϊκή, η οποία, ιδίως στο οικονομικό επίπεδο, και ιδίως από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, συνδεόταν πρωταρχικά με τη μορφή του καινοτόμου βιομήχανου ως φορέα και πρακτικού μετουσιωτή του πνεύματος της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής, του πνεύματος της προόδου και της ρήξης με τη στείρα παραδοσιοκρατία του αγροτικού πατριαρχισμού»(σ. 24).
Όπου δεν έχουμε ακέραια και μεστή προόδο, μοιραία παρατηρούμε ποικίλες στρεβλώσεις. Η εισαγωγή του βασιλευόμενου κοινοβουλευτισμού, για παράδειγμα, και η καθολική ψηφοφορία δεν ήταν αναπόδραστη απόρροια εγγενών συνθηκών αλλά ξένη πρωτοβουλία, η οποία οδήγησε σε «τερατογενετικά» και «ιλαροτραγικά» μορφώματα. Τι σχέση μπορούσαν να έχουν ο κοινοβουλευτισμός και η καθολική ψηφοφορία με μια κοινωνία που ήταν παγιδευμένη σε πατριαρχικές σχέσεις, νοοτροπίες και αξίες; Ένα αρχιβασικό ζήτημα ήταν ο χωρισμός του κράτους από την κοινωνία που αντι να εμπεδωθεί, μετέτρεψε το κράτος σε εντολοδόχο του γενικού συμφέροντος. Τις συνέπειες τις διακρίνουμε σήμερα σε όλο τους το μεγαλείο. Ο κρατικός μηχανισμός διογκώθηκε λόγω του κοινοβουλευτικού συστήματος, επειδή τα κόμματα εξασφάλιζαν ψηφοφόρους, παρέχοντας υπαλληλικές και άλλες θέσεις. Το κράτος μεταμορφώθηκε σε εργοδότη και τα κόμματα σε πιστό νομέα της κρατικής εξουσίας. Ο κομματάρχης εξελίσσεται σε μεσάζοντα που αποκαθιστά κοινωνικά τους οπαδούς του κόμματος. Πρόκειται για το πελατειακό κράτος που ζει και βασιλεύει μέχρι σήμερα.
Από τη μιά έχουμε πατριαρχικό κοινοβουλευτισμό και από την άλλη σπάνη θέσεων εργασίας στην ελεύθερη αγορά. Αυτή η στρέβλωση όχι μόνο δεν βοήθησε την αστική τάξη, αλλά αποτέλεσε τροχοπέδη και εμπόδιο για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Τα αστικά τζάκια με την οπισθοδρομική τους νοοτροπία εδραίωσαν μια νοοτροπία προαστική, όπου το πολιτικο-κομματικό παιχνίδι κυριάρχησε. Ο ψηφοφόρος παρείχε και παρέχει υποστήριξη, διεκδικώντας προστασία, ενώ ο πολιτικός εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους. Διόλου παράδοξο, λοιπόν, το γεγονός ότι τα ντόπια κόμματα ήταν και είναι κόμματα κρατικά, κρατικιστικά και συνάμα «λαϊκά», όπου η συνεπής ταξική πολιτική παρέμεινε απλή προσδοκία, καθώς η αποσύνθεση των πατριαρχικών δομών δημιούργησε μια μάζα μικροαστών και μικροϊδιοκτητών που έλκονταν από δεξιά, φιλελεύθερα ή αριστερά συνθήματα.
Το δημοσιοϋπαλληλίκι αναδείχτηκε σε χρυσόμαλλο δέρας του Νεοέλληνα μικροαστού που ανήκε σε πληθυσμιακά στρώματα, καθυστερημένα από πολιτισμική άποψη. Περιττό να τονιστεί ότι η αγραμματοσύνη, η στενοκεφαλιά, η κουτοπονηριά και η ευνόητη ανικανότητα αποτελούσαν τροχοπέδη για τον κρατικό μηχανισμό. Άλλωστε, ο μέσος δημόσιος υπάλληλος δεν μπορούσε να προσανατολιστεί σε απρόσωπες, γενικές και αφηρημένες αρχές. Αντίθετα, ο ορίζοντάς του μόλις που έφτανε στο συγγενολόι, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στους φίλους και στους προστάτες. Το «ρουσφέτι», τουρκικό κατάλοιπο, αναδείχτηκε σε σχολείο παρανομίας, καθοδήγησης και αφανούς παραβατικότητας.
Από την άλλη μεριά, η διάσταση έθνους και κράτους αποτελεί μια άλλη σοβαρή διάσταση της ελλιπούς ανάπτυξης του αστικού κράτους. Εφόσον η μεγάλη ιδέα ανέβαλε την εποχή της ισχύος έως να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη, το ασύμπτωτο εθνους και κράτους οδηγησε σε προαστικά και πατριαρχικά σχήματα. Το έθνος παρέμεινε ως μέγεθος ευρύτερο από το κράτος, άρα ανεξάρτητο από την ιδέα της σύγχρονης θεσμικής οργάνωσης, έτσι η εθνική ιδεολογία στράφηκε προς φυλετικούς και πολιτισμικούς παράγοντες (γλωσσικό, θρησκευτικό, χαμένες πατρίδες), αφήνοντας στο περιθώριο την απαραίτητη θεσμική οργάνωση. Το εκκλησιαστικό ζήτημα ο Κονδύλης το επιλύει δίκην γόρδιου δεσμού. Η Εκκλησία ήταν θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός και επομένως μη εθνικός. Άρα, είναι σφάλμα να λέμε οτι η Εκκλησία πρόδωσε το έθνος. Εκ των υστέρων, η Εκκλησία θα ταυτιστεί με το έθνος και το κράτος – όσο για τον χωρισμό τους, δεν θα τολμήσει να τον απαιτήσει ούτε καν η Αριστερά. Προϊόντος του χρόνου, η Εκκλησία θα ηγηθεί πνευματικά του εθνους, θα γίνει παράγοντας εθνικής συσπείρωσης και μέγας παράγοντας του νεοπαγούς ελληνο-κεντρισμού. Καθώς ο σκιώδης αστισμός αντιπαρατασσόταν στον πατριαρχικό εθνικισμό, δημιουργήθηκε μια ιδεολογία που επικάλυπτε τις βαθύτερες αντιφάσεις. Για παράδειγμα, η αρχαιολατρία συναιρέθηκε ιδεολογικά με τον Χριστιανισμό! Ο ελληνοχριστιανικός ελληνοκεντρισμός πάτησε πόδι επί πάντων – ορατών και αοράτων.
Γράφει ο Κονδύλης: «Οι ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις που συνόδευσαν τα χρόνια της κατοχής, του εμφυλίου πολέμου και του εξαμβλωματικού εκσυγχρονισμού των επόμενων δεκαετιών σήμαναν τη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το καθεστώς του πατριαρχικού και του νόθου ή επίπλαστου αστισμού στο καθεστώς μιας εξίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας, δηλαδή μιας δημοκρατίας με πολύ μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα απο πριν, αλλά ταυτόχρονα ανίκανης ν’ απαλλαγεί από τις πολιτειακές νοοτροπίες και σχέσεις που της κληροδότησε η προτέρα κατάσταση. Απεναντίας μάλιστα, η αναμφισβήτητη διεύρυνση της δημοκρατίας και του πλουραλισμού, ιδίως στη μεταδικτατορική περίοδο, οδήγησε τελικά στην επίταση των διαρθρωτικών αδυναμιών του συστήματος, εφόσον οι άμεσα ενδιαφερόμενοι «κλάδοι» τη χρησιμοποίησαν για να εμπεδώσουν και να επαυξήσουν όσα τους είχε ήδη αποφέρει η πελατειακή συναλλαγή κομμάτων και ψηφοφόρων. Πρέπει να πούμε ότι οι κατοχικές και μεταπολεμικές ανακατατάξεις επηρέασαν, το ένα μετά το άλλο, όλα τα κοινωνικά στρώματα. Πρώτα-πρώτα, άλλαξαν σημαντικά τη σύνθεση του στρώματος που προπολεμικά ονομαζόταν «αστικό», έτσι ώστε σήμερα ν’ αποτελείται, σε βαθμό καθοριστικό για το ποιόν και τον χαρακτήρα του, από νεόπλουτους, και μάλιστα νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, τις οποίες εξέθρεψαν, μετά τη μαύρη αγορά, η «ανοικοδόμηση» και τα «μεγάλα δημόσια έργα», καθώς και η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγωγών στην εσωτερική αγορά. Έτσι, σε γενικές γραμμές εξέλειψε ακόμα και ο προγενέστερος νόθος αστισμός»(σ. 58).
Όσο για τον «λαϊκισμό», που απέβη πλέον μέγα επιχείρημα όλων των παρατάξεων, πέρα από τον διορισμό των ημετέρων, τη δανειοδότηση, τη μεσολάβηση και την έμμεση προστασία, μεταφυτεύτηκε αδρά και στο επίπεδο των μαζών. Μάλιστα, χάρη στην εμφάνιση της τηλοψίας, η λαϊκίστικη δημαγωγία συγχωνεύτηκε με το επιχώριο πελατειακό σύστημα. Η ψήφος μετετράπη σε «γραμμάτιο προς εξόφληση». Έτσι, μια χώρα που εισάγει τα καταναλωτικά της αγαθά κι ελάχιστα παράγει στράφηκε προς τον δανεισμό, «εκχωρώντας έτσι τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της». Η ανάπτυξη συνεπάγεται συσσώρευση, εντατική εργασία και προσωρινή στέρηση, ενώ ο δρόμος της βραχυπρόθεσμης ευημερίας οδηγεί ταχύτατα στον παρασιτισμό και στην εκποίηση της χώρας. Έτσι, ενώ οι πλατειές μάζες «λάδωσαν το άντερό τους» για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου, στρεφόμενες προς την ανεξέλεγκτη κατανάλωση, η χώρα έφτασε στο χείλος του ιστορικού γκρεμού, ζώντας με ξένα λεφτά και με αντίβαρο έναν «μυγιάγγιχτο εθνικισμό» που τελικά καλλιεργεί το μίσος για τους «ξένους».
Ο Κονδύλης μιλάει και για την πνευματική ζωή του τόπου, τις διασκεδάσεις, την υπαρκτή ή ανύπαρκτη καλλιέργεια, το πλήθος, τον εξυπναδικισμό, τη μεταμοντέρνα σύμφυρση των πάντων με τα πάντα, ακόμα και για τα κέντρα διασκεδάσεως. Η σκληρή διάθεσή του, πάντως, καταλήγει σε πένθιμα συμπεράσματα: «Η Ελλάδα εντάσσεται σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας. Ο δικός της μεταμοντερνισμός συνίσταται στο ότι αποτελεί μια στενή και παράμερη λωρίδα στο ευρύ φάσμα του μεταμοντερνισμού άλλων». Εξού και η διαφαινόμενη παρακμή της.
*αφιερωμένο στο μαθητή μου Γιώργο Χρ. ως αφορμή σκέψης και εκκίνηση για τις ωραίες συζητήσεις που θα συνεχίσουμε να κάνουμε στην τάξη…