Διαβάζουμε από την ενδιαφέρουσα παρουσίαση της έκθεσης «Μαγκρίτ» στη γκαλερί «Albertina» της Βιέννης( διαρκεί ως τις 26 Φεβρουαρίου) του Νίκου Χειλά στο «Βήμα»:
«Ο Μαγκρίτ είναι ο μαέστρος της απορικής σκέψης, εκείνης δηλαδή που θέτει εξ ορισμού αναπάντητα ερωτήματα. Κι αυτά ανακύπτουν από το καθένα από τα 250 έργα του, που εκτίθενται τώρα στο Μουσείο «Albertina» της Βιέννης. Αργά, ή γρήγορα, οι θεατές ανακαλύπτουν, ότι δεν θα καταλάβουν ίσως ποτέ τους γρίφους τους. Αλλά αυτό δεν τους χαλάει – οι παραδοξίες, και τα έξυπνα οπτικά ευρήματα, που βρίσκονται σε κάθε πίνακα, τους φτιάχνει συνεχώς το κέφι. Ο Μαγκρίτ ήταν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σουρεαλισμού, του σημαντικότερου καλλιτεχνικού ρεύματος του μεσοπολέμου. Η αφετηρία του ήταν, επιστημονικά, η ψυχαναλυτική θεωρία του Σίγκμουντ Φρόιντ, καλλιτεχνικά, μια φράση του γάλλου συγγραφέα ντε Λοτρεμόν: «Ωραίο, όπως η τυχαία συνάντηση μιας ομπρέλας με μια ραπτομηχανή πάνω σε ένα χειρουργικό τραπέζι».
Από το συνδυασμό τους γεννήθηκε μια νέα αισθητική, που δεν πηγάζει πλέον – όπως ήταν μέχρι τότε ο κανόνας – από την αρμονική σύζευξη όμοιων στοιχείων, αλλά από τη συνάντηση ανόμοιων, η σύγκρουση των οποίων βγάζει, όπως έλεγε ο Μάξ Έρνστ, «σπίθες ποίησης». Αλλά και σύγχυσης. Ο συσχετισμός εντελώς ετερόκλητων πραγματικοτήτων, που είναι το σήμα κατατεθέν των έργων, προσβάλει βίαια τις αισθήσεις μας, θέτοντας υπό αίρεση τον συνήθη τρόπο ανάληψης των πραγμάτων και τις καθιερωμένες έννοιες που έχουμε γι’ αυτά.
Παράδειγμα, ο πίνακας «Οι προσωπικές αξίες»: Στους τοίχους ενός υπνοδωματίου έχει μπει ο ουρανός, ενώ μικρά αντικείμενα, όπως μια τσατσάρα, ένα πινέλο ξυρίσματος, ή ένα σπίρτο, έχουν ξεπεράσει σε μέγεθος το κρεβάτι. Κομπλεξικά μικρά αντικείμενα που παριστάνουν τους γίγαντες; Ίσως. Χωρίς αυτά όμως θα μέναμε, ως θεατές, καταδικασμένοι στην ανία μιας συμβατικής κρεβατοκάμαρας.
Σκεπτόμενα όνειρα
Η μέθοδος του ορθόδοξου σουρεαλισμού, όπως τον είχε διατυπώσει ο Αντρέ Μπρετόν, ήταν παρμένη από το όνειρο: ελεύθεροι συνειρμοί, παιχνίδι με τη σκέψη, αυτόματη γραφή.
Ο Μαγκρίτ ήταν ωστόσο ανορθόδοξος. «Τα όνειρα της νύχτας μου είναι αδιάφορα» έλεγε. «Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι τα όνειρα που βλέπω στο ξύπνιο μου». Ταυτόχρονα βέβαια αξιοποιούσε και ο ίδιος τους βασικούς μηχανισμούς λειτουργίας του ονείρου, όπως τη συμπύκνωση και τη μετάθεση των εικόνων. Έτσι παρήγαγε τα περίφημα «σκεπτόμενα όνειρα» που έχουν ρεαλιστικό περιεχόμενο.
Αν και κομουνιστής, ο Μαγκρίτ απέφευγε να εκπονήσει μεγαλεπήβολες «ρεαλιστικές ουτοπίες» (Ερνστ Μπλοχ) για την οικονομία και το κράτος – είτε επειδή του έλειπε η φαντασία, είτε οι κατάλληλες γνώσεις γι’ αυτό. Το πιθανότερο είναι όμως, ότι του έλειπε το ενδιαφέρον. Ο ίδιος ζούσε μόνο στο εδώ και τώρα. Γι’ αυτό και η κριτική του στρεφόταν αποκλειστικά κατά των κλισέ και προκαταλήψεων, που κάνουν αφόρητο τον καθημερινό μικροαστικό βίο.
Η προδοσία των εικόνων
Από πρώτη ματιά, όπως ειπώθηκε, τα έργα του Μαγκρίτ είναι εύληπτα, παιχνιδιάρικα. Η δυσκολία αρχίζει με τη δεύτερη ματιά, όταν αρχίζει να γίνεται αντιληπτό, ότι τα αινίγματα δεν είναι απλώς «στημένα», αλλά αποτελούν οργανικό στοιχείο της πραγματικότητας. Πάνω στον πίνακα, τα αινίγματα είναι εικονογραφημένα. Ο Μαγκρίτ τα ανέλυε όμως και θεωρητικά. Προς το σκοπό αυτό είχε στενή επαφή με τους κορυφαίους θεωρητικούς της σημειολογίας και γλωσσολογίας, όπως τον Μισέλ Φουκό.
Ο χωρισμός των εκθεμάτων σε μπλοκ με θεματικό και μορφολογικό περιεχόμενο κάνει πιο προσιτό το από άποψη αρχής «απρόσιτο» νόημά τους. Μερικά παραδείγματα:
*Οι «ομιλούσες εικόνες», με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα έναν πίνακα με μια πίπα στη μέση και την επιγραφή από κάτω: «Αυτό δεν είναι πίπα» – μια επισήμανση, που θέλει προφανώς να δείξει, ότι η ζωγραφιστή πίπα είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από την πραγματική.
Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για ένα «εικαστικό δοκίμιο» με δυο επίπεδα: Στο πρώτο, η εικόνα και η ονομασία ενός αντικειμένου πηγαίνουν μαζί, συνιστούν δηλαδή απλώς διαφορετικές όψεις του ίδιου πράγματος. Στο δεύτερο επίπεδο αυτό αλλάζει: Το αντικείμενο, η εικόνα και το όνομα μετατρέπονται σε εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους οντότητες. Η ανεξαρτητοποίηση αυτή οδηγεί στην «προδοσία των εικόνων» (και των ονομάτων) έναντι του αντικειμένου.
*«Εικόνες μέσα στις εικόνες» που όπως η «Έμμονη Ιδέα» συνδυάζουν απεικονίσεις της πραγματικότητας με απεικονίσεις των απεικονίσεων της πραγματικότητας. Αυτό διπλασιάζει το αίνιγμα, αλλά το κάνει και πιο συνειδητό.
*«Μεταμορφωμένες εικόνες» που όπως το «Κόκκινο Μοντέλο» (Ένα ζευγάρι μπότες, το μπροστινό μέρος των οποίων έχει μεταμορφωθεί στα πραγματικά δάχτυλα των ποδιών) εμπεριέχουν τόσο το πέρασμα μιας εικόνας στην άλλη, όσο και τη συμβίωση των δυο διαφορετικών σε μια. Σε ιδιαίτερο μπλοκ έχει τεθεί η σειρά «Το βασίλειο του φωτός», που έχει ως κύριο θέμα την συνύπαρξη, ή, καλύτερα, την πορεία της ημέρας μέσα στη νύχτα σε έναν και μοναδικό πίνακα, καθώς και οι πίνακες «Vaches» (Αγελάδες) από το 1948, που στρέφονται ευθέως εναντίον των ορθόδοξων σουρεαλιστών.
Ο Μαγκρίτ αναζητούσε παθιασμένα το άγνωστο, το «μυστήριο της πραγματικότητας», όπως το αποκαλούσε. Όχι το μυστικό πίσω από τα πράγματα, αλλά εκείνο στην πρόσοψή τους, που εκτίθεται άμεσα στη ματιά μας. Μόνο που είχε μεγάλες δυσκολίες να το εντοπίσει στην καθημερινή ζωή. Το κυριότερο εμπόδιο γι’ αυτό, έλεγε, ήταν η υπεροργάνωση του σύγχρονου κόσμου. Γι’ αυτό και ενίοτε φρόντιζε να το επαναφέρει ο ίδιος στην πραγματικότητα.
Έργα, όπως «Ο θεραπευτής» (ένα αντίγραφό του σε γλυπτή μορφή βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας) είναι μπολιασμένα με τόσα πολλά απρόοπτα, που, όπως τόνιζε ο ίδιος, «τα κάνει αμέσως μυστηριακά». Γενικά πάντως, έλεγε, και το πιο λείο αντικείμενο κρύβει πάντα μια δόση μυστηρίου. Γι’ αυτό και δεν σταματούσε να το αναζητά χρησιμοποιώντας τόσο επιστημονικά εξεζητημένες, όσο και απλοϊκές αστυνομικές πρακτικές, σαν εκείνες που είχε αντιγράψει αρχικά από το «Φαντομά» και αργότερα από τις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Ο τελευταίος ήταν κατά τα άλλα το πρότυπο του Μαγκρίτ και στον τρόπο ντυσίματος: Σκούρο κοστούμι, γραβάτα, κυλινδρικός πίλος – το σήμα κατατεθέν του εύπορου μικροαστού στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα.
Στην «Αυτοβιογραφία» του, ειρήσθω εν παρόδω, ο αμερικανός ηθοποιός Τόνι Κέρτις αναφέρεται με (προφανώς αδικαιολόγητο) θαυμασμό στον τρόπο, με τον οποίο ο διάσημος σκηνοθέτης διηγήθηκε κάποτε στον ίδιο και την παρέα του το σενάριο της επόμενης ταινίας του: Στην αρχή, γράφει, μας περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια μια υπόθεση τρόμου και ύστερα, όταν η ένταση έφτασε στο κατακόρυφο, διέκοψε ξαφνικά την αφήγηση με το αιτιολογικό ότι δεν είχε βρει ακόμα τη λύση. Αυτή, τους παρηγόρησε, θα την έβλεπαν στην πρεμιέρα της ταινίας. Ο Μαγκρίτ κάνει το αντίθετο: ολοκληρώνει μια διήγηση χωρίς να έχει ποτέ τη λύση. Ούτε έτοιμη, ούτε υπό προετοιμασία. Το μυστήριο φαίνεται να έχει στοιχειώσει για πάντα στα έργα του – αδύνατο να εξορκιστεί, όσο υπάρχει πραγματικότητα».