«…Η χώρα έχει ζήσει μεγάλες εκσυγχρονιστικές απόπειρες και μάλιστα σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Ο Μεσοπόλεμος ήταν μια τέτοια περίοδος, όταν έπρεπε να κλείσουν οι πληγές του Μικρασιατικού και να επιβιώσουν πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. «Με την πορεία που πήρε ο κόσμος, μετατοπιστήκαμε ξαφνικά από μια θέση τοπικού ενδιαφέροντος σε μια θέση ενδιαφέροντος γενικού και είμαστε ένα από τα επίκεντρα της παγκόσμιας κρίσης», έγραφε ο Σεφέρης το 1936, επισημαίνοντας ότι «αυτή η απότομη μεταβολή υποχρεώνει τον λαό μας να απορροφά αλλότριες επιδράσεις σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι θα έπρεπε και με τρόπο υπερβολικά βιαστικό».
Αυτόν τον κίνδυνο της απότομης αλλαγής του κοινωνικού ήθους αγγίζει και το 1958, δηλαδή η δεύτερη σημαντική περίοδος εκσυγχρονισμού της μετεμφυλιακής Ελλάδας, στην οποία έχουν ήδη εισρεύσει τα δολάρια από το σχέδιο Μάρσαλ. Σε συνέντευξή του που δίδει το 1958 ο Ελύτης, ο δημοσιογράφος Ρένος Αποστολίδης τον ρωτά: «Ποια θα ονομάζατε “πρώτη μάστιγα” της νεοελληνικής ζωής;», κι εκείνος απαντά: «Από μια μόνιμο, πλήρη και κακοήθη ασυμφωνία μεταξύ του πνεύματος της εκάστοτε ηγεσίας μας και του “ήθους” που χαρακτηρίζει τον βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό του ελληνικού λαού στο σύνολό του» και παραπέμπει «στα ιδανικά που είχε διαμορφώσει ο Ελληνισμός μέσα στην υγιή κοινοτική του οργάνωση και στη μεγάλη παράδοση των αγώνων για την ανεξαρτησία του».
Αλλά και στη Μεταπολίτευση, το 1982, όταν είναι σε εξέλιξη ο ΕΟΚικός εκσυγχρονισμός της χώρας, ο Ελύτης, που δεν είδε ποτέ την Ελλάδα ως εθνικιστής, σε συνέντευξή του στα «Νέα» και στην ερώτηση του Γ. Πηλίχου για το εάν η Ελλάδα «θα χάσει διά παντός όσα από τα χαρακτηριστικά της παραμένουν ακόμη εμφανή», απαντά: «Δεν ξέρω. Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Αυτή που εξαναγκάζεται και τους ίδιους του υπηκόους της να καταπονεί και σ’ ένα διεθνή χορό μεταμφιεσμένων να μετέχει με το φόρεμα της Ευρωπαίας (διάβαζε Αμερικάνας). Και υπάρχει και η άλλη, που εξακολουθεί να υπακούει στον Ηράκλειτο και τον Μακρυγιάννη. Η πρώτη μπορεί να καταλυθεί μια μέρα. Η δεύτερη, ακόμη κι αν μείνει χωρίς υπόσταση, ποτέ. Τουλάχιστον εγώ γι’ αυτήν υπάρχω». (Χριστίνα Κοψίνη, από την «Καθημερινή»)