Ο ρομαντισμός -ως βιοθεωρία του ποιητή – διατρέχει διαχρονικά την ιστορία της ποίησης. Κάθε εποχή διαθέτει τις δικές της ρομαντικές ποιητικές συνειδήσεις που είτε εγείρονται απέναντι στην παρακμή είτε καταφεύγουν σε μια τραγική σιωπή. Το φαινόμενο προσεγγγίζει εκκινώντας την ανάλυσή του από τον Χαίντερλιν, ο κριτικός Αλέξης Ζήρας στην «Αυγή»:«Εξακολουθεί να ζει ανάμεσά μας, ακόμα και σήμερα, ένας τύπος ποιητικής συνείδησης που όμως τον καταλαβαίνουμε όλο και πιο δύσκολα. Ή, μάλλον, τον δεχόμαστε όλο και πιο δύσκολα. Η συνείδηση εκείνη που εκφράζει την άμεση και οργανική σχέση του ποιητή με την ποίηση, τη σχέση που μέσα από αυτήν ο ποιητής διακυβεύει κάτι το απολύτως προσωπικό. Η εποχή του ρομαντισμού στην Ευρώπη, βγαίνοντας από μια μεγάλη περίοδο την οποία πάντα προϋποθέτει και στην οποία είχαν λατρευτεί όσο τίποτε άλλο τα κλασικά ιδεώδη, είχε να επιδείξει αρκετές λαμπρές περιπτώσεις τέτοιων ποιητών. Ιδίως στην αγγλική και στη γερμανική λογοτεχνία. Στα δικά μας, φτωχότερα «εδάφη», ο πλησιέστερος σ’ αυτό τον τύπο της ποιητικής συνείδησης υπήρξε αναμφίβολα ο Σολωμός. Τουλάχιστον σε διάρκεια και ένταση. Το ρομαντικό πάθος του για το υψηλό γύρισε ανάποδα στην ποίησή του την εμπειρία μιας πραγματικότητας αποκαρδιωτικής και δύσμορφης, μεταφέροντας στην ανθρώπινη ψυχή ό,τι ως τότε θεωρούσε ο κλασικισμός «κεκτημένο» της εξ αντικειμένου αλήθειας.
Το ιδεώδες, στην ποίηση του Σολωμού και ως ένα βαθμό του Κάλβου, δεν είναι πλέον μια έννοια που προέρχεται από την γύρω πραγματικότητα, από την εξέγερση ενός έθνους που εν πολλοίς εκείνη τη στιγμή αποκτούσε συνείδηση της οντότητάς του, αλλά από τη μέσα, ψυχική και φαντασιακή εικόνα που σχηματίζει ο άνθρωπος γι’ αυτήν. Ο Σολωμός είναι γνωστό πως κράτησε πάντοτε τις αποστάσεις του από τη δράση, ενώ η φαντασμαγορία των ελληνικών νησιών στην ποίηση του Κάλβου, όπως δεκαετίες αργότερα και η φαντασμαγορία των νησιών στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη είναι το ωραίο ή το υψηλό που έχουν αποδεσμευθεί από τις περιγραφές, τις εικόνες και τη φωτογραφική απεικόνιση του βλέμματος και έχουν μεταβληθεί σε πραγματικότητα εσωτερική, πνευματοποιημένη, εξυψωμένη αν δεν μας φοβίζουν οι λέξεις. Στο έργο των ρομαντικών ποιητών κυριαρχεί ένας φλογερός, ψυχικός τόνος, «μια τραγική αρρενωπότητα που αμύνεται σε κάθε έφοδο της συμβατικής πραγματικότητας», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Ε. Γκέρχαρντ Βίνκλερ (Winkler) για την ποίηση του Χαίλντερλιν.
Ο ρομαντικός ποιητής οραματίζεται και ζητά το απόλυτο και τίποτε λιγότερο απ’ αυτό. Και αν αδιαφορεί για την δεδομένη πραγματικότητα που τον περιβάλλει, αυτό δεν συμβαίνει επειδή την αγνοεί ή δεν την καταλαβαίνει, αλλά επειδή τον απογοητεύει και γι’ αυτό ακριβώς επιθυμεί όσο τίποτε άλλο να την αλλάξει. Όμως, με αυτή την έννοια, ο ρομαντικός ποιητής δεν είναι απαραίτητα εκείνος που είναι «εγκλωβισμένος» από τις ιστορίες της λογοτεχνίας σε μια σταθερή χρονική περίοδο, λ.χ. από τα τέλη του 18ου αιώνα ως τα μέσα του 19ου, ένας ποιητής που συνδέεται αποκλειστικά με τις κοσμοθεωρητικές αρχές ενός «κινήματος» που προέκυψε από τη γρανιτένια κλασικιστική πειθαρχία της αισθητικής του Φρ. Σίλλερ (Schiller) και του Γκαίτε. Ο ρομαντικός ποιητής δίνει τις συστάσεις του και αναγνωρίζεται, ανεξάρτητα από τη χρονική στιγμή στην οποία εμφανίζεται, ανεξάρτητα από τα ιστορικά συμφραζόμενα του καιρού του. Το νεύμα του φτάνει ως εμάς από τη στάση ζωής του, από το ασύμβατο ήθος από το οποίο είναι διαπερασμένο το έργο του, ο λόγος του.
Γι’ αυτό και υπάρχει στις λυρικές, μουσικές εικόνες αρκετών ρομαντικών μια δίψα «αρσενική» που κυριεύει όχι μόνο τότε, στην αυγή των νέων χρόνων, αλλά και πολύ αργότερα, σε μεταγενέστερες, πλησιέστερες σε μας εποχές, ορισμένους ποιητές οι οποίοι κινούνται από την ίδια διάθεση και την ίδια στάση ζωής: να αλλάξουν τον κόσμο. Να τον αλλάξουν, δεν σημαίνει το να μετατρέψουν απλώς και μόνο το όραμά τους ή το ιδεώδες τους σε μια πολιτική προσδοκία, με την οποία είναι εύλογο πως διακυβεύεται η επιστροφή στους σιδερένιους κανόνες ενός άλλου συστήματος, εξίσου αλύγιστου με το προηγούμενο. Ίσα-ίσα, η ρομαντική στάση, όπως έχει γράψει ο Σ.Μ. Μπάουρα (Bowra) στη Ρομαντική Φαντασία (1950), προκύπτει ως αίσθηση του υπάρχοντος παρόντος και όχι ως προφητεία του μέλλοντος. Ο ποιητής που έχει κυριευθεί από την «αγριότητα» της καθαρής και απόλυτης δημιουργίας, αυτός που υψώνει τη δική του απόλυτη πραγματικότητα απέναντι στην κατατεμαχισμένη πραγματικότητα που του προσφέρεται ως καθημερινή εμπειρία, δυσανασχετεί και υποφέρει από την γύρω του παρούσα κατάσταση. Και τούτο διότι η εγκαθιδρυμένη, ως καθεστηκυία, τάξη πραγμάτων που τον περιβάλλει τού σκοτεινιάζει τη φαντασμαγορία της ομορφιάς, τη δική του ανατρεπτική πραγματικότητα. Η κυρίαρχη και συμβατική τάξη πραγμάτων δεν τον αφήνει να δει πέρα από εκεί όπου φτάνει το βλέμμα του!
Έτσι, αργά ή γρήγορα, ένας ποιητής θέσει και φύσει ρομαντικός, όπως τον υποθέσαμε προηγουμένως, ένας ποιητής της σολωμικής και της κάλβειας φύτρας, όπως ο Κ.Γ.Καρυωτάκης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης στα Υστερόγραφά του, ή ο Βύρων Λεοντάρης στη σημαντική ρομαντική του σύνθεση Εν γη αλμυρά (1996), ανακαλύπτουν πως δεν είναι κατανοητοί. Ότι η γλώσσα που μιλούν δεν ανταποκρίνεται πια στο αλφάβητο του κόσμου τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξαν στη ζωή και στο έργο τους στιγμές συναισθηματικής έξαρσης ή -σπανιότερα, σε μερικούς- στιγμές ηθικού μεγαλείου, κατά τις οποίες ο ορίζοντας της ποιητικής τους φαντασίας συνάντησε τον ορίζοντα του κοινού πνεύματος, του κοινού μύθου, των συλλογικοτήτων. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ, όπως δεν κρατούν πολύ, γενικότερα, οι στιγμές έξαρσης, οι διασταυρώσεις της προσωπικής και της συλλογικής μοίρας, οι εκδιπλώσεις. Αν η ρομαντική ποιητική συνείδηση και φωνή αισθανθεί ότι ζει σ’ έναν κόσμο κατάπτωσης, με τους ορίζοντες κλειστούς, σ’ έναν κόσμο όπου κανείς δεν μοιάζει να την προσέχει και να την ακούει, τότε επιλέγει ως μόνη έντιμη απάντηση την απόσυρση, τη σιωπή. Γιατί αντιλαμβάνεται ως προδοσία προς την ομορφιά του ενιαίου μύθου της ζωής, το λόγο της ποίησης που κομματιασμένος και ασύνδετος δεν ακούγεται πλέον. Η, όπως το περιγράφει ο Χαίλντερλιν στη λυρική τραγωδία του Εμπεδοκλή του,
Όταν οι αδελφοί απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλο, και οι ερωτευμένοι
Περνούσαν βιαστικά ο ένας πλάι στον άλλο, και ο πατέρας
Δεν αναγνώριζε το γιο του και ο λόγος του ανθρώπου
Δεν ήταν πια κατανοητός και διέρρεε σαν την άμμο
Ο νόμος των ανθρώπων
Τότε ένιωσα φρίττοντας τη σημασία όλων αυτών:
Ήταν οι θεοί του λαού μου που έφευγαν!»