Υπάρχουν ορισμένα τραγούδια – ποιήματα του νεοελληνικού πολιτισμού που ανασύρονται από τη συνείδησή μας κάθε φορά που αναζητούμε να εμπλουτίσουμε τα ερμηνευτικά σχήματα για να κατανοήσουμε την ιστορία και την πραγματικότητα γύρω μας, όπως και να προσδιορίσουμε τη θέση μας μέσα σ΄αυτήν. Συνήθως, αυτές οι δυνάμεις της διαχρονικής αισθητικής επιστρατεύονται σε δὐσκολους καιρούς ώστε να αποτελούν το καταφύγιο του στοχασμού και της αφετηρίας για την αναγέννηση των δημιουργικών προσωπικών και συλλογικών μας δυνάμεων, ή αλλιώς, όταν η συντεθλιμμένη ατομικότητα αποφασίζει να παρέμβει δυναμικά στο ιστορικό πεδίο για να καταργήσει τη χρονίζουσα παρακμή που την ταλαιπωρεί. Τέτοια τραγούδια θα προτείνουμε και θα αναλύσουμε αρχίζοντας από το «Δημοσθένους λέξις» του συνοδού των εφηβικών μας οραμάτων, Διονύση Σαββόπουλου:
Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει
οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη
τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι
αέρας θα με παρασέρνει κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Κι ο ήλιος θ’ αποκοιμηθεί μες στα ερείπια της Ολύνθου
θα μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί
μαρμαρωμένοι θα σταθούν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες
ζητιάνοι εταίρες και προφήτες μαρμαρωμένοι θα σταθούν
Μπροστά στην πύλη θα σταθώ με τις κουβέρτες στη μασχάλη
κι αργοκουνώντας το κεφάλι θα χαιρετήσω το φρουρό
χωρίς βουλή χωρίς Θεό σαν βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα
θα πω τη λέξη και το γράμμα μπροστά στην πύλη θα σταθώ.