Ο «καθαρός» και «ασυμβίβαστος» υπερρεαλισμός στην Ελλάδα εισήχθη και υπηρετήθηκε με συνέπεια από τον Α. Εμπειρίκο, το Νικήτα Ράντο και το Νίκο Εγγονόπουλο. Τις ιδέες των εισηγητών του και την υποδοχή τους από την κριτική παρουσιάζει η Λίζυ Τσιριμώκου στα «Νέα»: «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας»: η «Υψικάμινος» του Εμπειρίκου (1935) γείωνε με αντισυμβατική τόλμη τους πειραματισμούς της αυτόματης γραφής στο ελληνικό πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Η χρονιά της «Υψικαμίνου» ξεκινούσε με τη διάλεξη στην Αθήνα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Περί Σουρρεαλισμού» (Ιανουάριος 1935) και δικαίως καταγράφηκε ως annus mirabilis του ελληνικού υπερρεαλισμού: αμέσως κατόπιν (Μάρτιος) ακολούθησε η συλλογή των αυτοματικών κειμένων πραγματοποιώντας με αξιοζήλευτο συντονισμό το άλμα της εξωστρέφειας από τη θεωρία στην πράξη και διαμορφώνοντας τους όρους ένταξης και της Ελλάδας στον υπερρεαλιστικό χάρτη, όταν πολλαπλασιάζονταν φυγόκεντρα και γοργά οι υπερρεαλιστικές ομάδες διεθνοποιώντας σε κίνημα κάτι που ξεκίνησε ως ένα παρισινό γεγονός. Παρά τις δυσκολίες του εγχειρήματος να συγκροτηθεί εν Ελλάδι ισχυρή παρεμβατική, συλλογική δράση ενάντια στην κυρίαρχη (μικρο)αστική ηθική και στον περιρρέοντα εθνοκεντρισμό, μολονότι δηλαδή ο υπερρεαλισμός δεν οργανώθηκε εδώ αποτελεσματικά ως κίνημα, οι αγγελιαφόροι του μετέφεραν εγκαίρως τα απελευθερωτικά προτάγματα και τον ρηξικέλευθο τόνο του.
«Και ρύσαι ημάς από τους πονηρούς αστούς / Αμήν»: έτσι κατέληγε λίγο νωρίτερα ένα αναπεπταμένο ποίημα του Εμπειρίκου («Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου», 1933)• σε αυτό το εν μέρει αυτοβιογραφικό ποίημα εντοπίζονται ήδη τα συστατικά στοιχεία της ποιητικής του, η εξύμνηση της ερωτικής επιθυμίας, η συνειρμική ροή της αφήγησης, ο σφοδρός επαναστατισμός. Το ποίημα ανήκει σε συλλογή που ετοίμαζε τότε και εξ υστέρου την ονόμασε «Προϊστορία ή Καταγωγή», χρονοθετώντας εμφανώς τα προστάδια της υπερρεαλιστικής έκρηξης της «Υψικαμίνου». «Είμαι φιλήδονος και σοσιαλιστής», θα δηλώσει επιγραμματικά λίγο αργότερα και θα το επαναλάβει αναλυτικότερα: «Αφού ο λόγος δεν είναι λογική / αφού το κάλλος δεν είναι αισθητική / και το καλόν δεν είναι ηθική […] Αφού μόνον ο έρωτας τον θάνατον νικά / θάναι η ποίησις σπερματική / απόλυτα ερωτική / ή δεν θα υπάρχει».
Σε αυτό το «πάθος της αενάου διευρύνσεως των οριζόντων» ο Εμπειρίκος βρήκε συνοδοιπόρους και σύντεχνους τον Νίκη Καλαμάρη (Νικήτα Ράντο ή Nicolas Calas) και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Είναι το «τριουμβιράτο» που διαφοροποιήθηκε σθεναρά από τον «εξημερωμένο» μοντερνισμό, προωθημένο από το δίκτυο των «Νέων Γραμμάτων» και τη σεφερογενή ποιητική στα ίδια πάνω-κάτω χρόνια με κατάληξη την παγίωση της «γενιάς του ’30», στην οποία οι συνήλικοι υπερρεαλιστές ελάχιστα αξιοδοτήθηκαν από τη συγκαιρινή κριτική. «Η φάτνη αποκοιμίζει τα θηρία», κατά τη ρήση του Εμπειρίκου στην «Ενδοχώρα», γραμμένη στα 1934-1937.