«Ήταν ο τόπος μου», Γιάννη Μαρκόπουλου, σε στίχους Κ.Χ. Μύρη, από το «Χρονικό». Η δραματική ένταση δημιουργείται από την αντίθεση- «περιπέτεια» που εξιστορεί ο αφηγητής – ποιητής: Στην αρχή ύμνος σε μια ειδυλλιακή εποχή ειρήνης, δημιουργίας και ζωής στα «μέτρα του ανθρώπου». Η ευτυχία της απλότητας και της ξεγνοιασιάς ανατρέπεται από τη συναλλαγή, την προδοσία και το παιχνίδι με το θάνατο που άλλοι προκάλεσαν. Πικρή η τελική διαπίστωση παραπέμπει σε ένα παρόν δοκιμασίας και απόγνωσης που καθιστά ακόμη εντονότερη τη νοσταλγία της χαμένης ευτυχίας. Εικόνες της μετεμφυλιακής Ελλάδας ή μήπως του δικού μας παρόντος;
Ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα
ήλιος και μαύρο κρασί
όργωνα, θέριζα και με τον Όμηρο
σε τραγουδούσα, λαέ μου. Πάνω στα κύματα
νύχτες ολόκληρες σε ονειρεύτηκα.
Ήταν τα σπίτια μου άσπρα γαρίφαλα
και τα κορίτσια σεμνά
είχαν αρμύρα στα χείλη στα μάτια τους
καίγανε την οικουμένη και τα παιδιά μου
με μια φυσαρμόνικα τα ξελογιάζανε.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=Cz-QAd4C9YU&feature=endscreen&w=425&h=350]
Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο
όνειρο καθημερινό
κάποιος τον πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε
σα δανεισμένη πραμάτεια. Τώρα τ’ αγόρια μου
παίζουν το θάνατο στα χαρακώματα.