«Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» του Διονύση Σαββόπουλου. Αξιοποιώντας το «συμβολικό κεφάλαιο» της αντισυμβατικής ηρωικής μορφής του Καραϊσκάκη (πρόσωπο – σύμβολο ασυμβίβαστης αυταπάρνησης) , ο Σαββόπουλος, αναφέρεται στους αγώνες του παρόντος και στην αγωνία της έκβασής τους μέσα από τη δημιουργία των νέων παραδειγμάτων ηρωισμού. Με την αναφορά του στον εθνικό ήρωα στοιχειοθετεί την εσωτερική ανάγκη του νέου αγωνιστή της δεκαετίας του ’60 να εμπνευστεί από ιστορικές μορφές, όπως ο Καραϊσκάκης, όχι μέσα από μια τυπική επετειακή προσέγγιση, αλλά αναζητώντας τις αληθινές αξίες της ηρωικής βιοθεωρίας, οι οποίες βλέπει να γίνονται ζωντανό κομμάτι παροντικής ζωής. Μόνον έτσι, η ιστορία ως ζώσα πια δύναμη μπορεί να κινητοποιήσει την ανθρώπινη συνείδηση.
Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
εικόνες ξεχύνονται με μιας
πού πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος
κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς.
Και όλες οι αντένες μιας γης χτυπημένης
μεγάφωνα και ασύρματοι από παντού
γλυκά σε νανουρίζουν κι εσύ ανεβαίνεις
ψηλά στους βασιλιάδες τ’ ουρανού.
Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=g-fehfbLARk&feature=related&w=425&h=350]
Πού πας παλικάρι πομπές ξεκινούνε
κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό.