Στοχαζόμενοι για την κρίση και αναζητώντας ερμηνευτικά σχήματα, «αλιεύουμε» σήμερα από τις απόψεις του Αντρέ Γκορτζ μια δομημένη παρουσίαση των αιτιών του σημερινού αδιεξόδου : «Οι περίοδοι κρίσης είναι περίοδοι μεγάλης ελευθερίας. Ο κόσμος αποδιαρθρώνεται, οι κοινωνίες αποσυντίθενται, οι αξίες και οι ελπίδες με τις οποίες ζήσαμε καταρρέουν. Το μέλλον παύει να είναι η προέκταση των προηγούμενων τάσεων. Η κατεύθυνση της εξέλιξης των πραγμάτων είναι συγκεχυμένη, η πορεία της ιστορίας μένει μετέωρη. Επειδή η παλιά τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να συνεχιστεί και καμία διαφορετική δεν είναι έτοιμη να γεννηθεί, το μέλλον μπορεί να εφευρεθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από πριν».
Δεν είναι πια δυνατό να καταδικάζονται, στο όνομα του ρεαλισμού, όσοι προτείνουν μια θεμελιακά διαφορετική κοινωνία. Αντίθετα, ρεαλισμός σημαίνει να διαπιστώνει κανείς ότι ο «βιομηχανισμός» έχει φτάσει σε ένα στάδιο πέρα από το οποίο η ανάπτυξή του δεν μπορεί να συνεχιστεί: ανακόπτεται από εμπόδια που έχει γεννήσει ο ίδιος. Αν τίποτα δεν μπορεί να συνεχιστεί όπως πριν, αυτό οφείλεται ακριβώς σε ό,τι δεν έχει γίνει πριν. Τα μπλοκαρίσματα δεν μπορούν να ξεπεραστούν με μεμονωμένα μέτρα. Θα ξεπεραστούν μονάχα με μια συνολική αλλαγή και μετασχηματισμό. Η έννοια αυτής της αλλαγής και αυτού του μετασχηματισμού δεν είναι προκαθορισμένη, μολονότι διαγράφονται ήδη κάποιες τάσεις του. Πολλές «έξοδοι από την κρίση» είναι δυνατές, όπως και πολλές μετακαπιταλιστικές και μετασοσιαλιστικές κοινωνίες. Ο προσανατολισμός σύμφωνα με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η έξοδος από την κρίση είναι το βασικό ζητούμενο. Εξαρτάται από τις πολιτικές, τεχνολογικές, πολιτιστικές επιλογές που γίνονται σήμερα.
…Η παρούσα κρίση, αλλά όχι και η ημερομηνία κατά την οποία θα ξέσπαγε, μπορούσε να προβλεφθεί ήδη από την εποχή κατά την οποία ο πρόεδρος Τζόνσον πανηγύριζε για ην ικανότητα του καπιταλισμού να εξασφαλίζει την αέναη επέκταση και ευημερία. Μπορούσε να προβλεφθεί όχι μόνο γιατί κανένα σύστημα δεν μπορεί να αναπτύσσεται επ’ άπειρο αλλά και γιατί, ήδη από εκείνη την εποχή, ήταν προφανείς οι δυσκολίες που συναντούσε η αμερικάνικη οικονομία στις προσπάθειές της να εξασφαλίσει την κατανάλωση μιας ολοένα αυξανόμενης παραγωγής.
Ωστόσο η ιδεολογία της αέναης ανάπτυξης ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη ώστε το να αμφισβητήσει κανείς τόσο το εφικτό όσο και το ευκταίο αυτής της ανάπτυξης, για μεν τη δεξιά υποδήλωνε έναν καταστροφισμό κακής ποιότητας για δε την αριστερά ήταν ένα δείγμα εχθρότητας στην «πρόοδο». Από τότε, τόσο η αριστερά όσο και η δεξιά δεν έπαψαν να διαχειρίζονται την κρίση σαν να επρόκειτο για μια περαστική διαταραχή.
Σε τρεις μήνες ή σε ένα χρόνο, προβλέπανε, η «ανάκαμψη» της οικονομίας θα διασφάλιζε την επιστροφή στην ανάπτυξη και θα περιόριζε την ανεργία. […] Ο τρόπος κατανόησης της παρούσας κρίσης είναι αυτός καθαυτός ένα από τα ζητούμενα. Πράγματι, αυτή η κρίση, μόνο και μόνο από την υπόστασή της, βάζει σε αμφισβήτηση την ορθότητα των προηγούμενων πολιτικών, την προτεραιότητα της οικονομικής διάστασης, τη νομιμότητα της κυρίαρχης ιδεολογίας και του κυρίαρχου πολιτικού προσωπικού, είτε αυτό είναι δεξιό είτε αριστερό. Γιατί η κρίση κάνει πρόδηλο ότι η λειτουργία της οικονομίας όχι μόνο δεν ελέγχεται αλλά ούτε καν γίνεται κατανοητή από τους ηγέτες και τους διεκπεραιωτές της.
Οι κοινωνίες μας δεν κυριαρχούν πάνω στο μέλλον τους. Ενώ ζούμε την αποδιάρθρωση αυτού του μέλλοντος, ταυτόχρονα μας υπόσχονται πως αύριο θα ξαναβρούμε τις ελπίδες της προηγούμενης δεκαπενταετίας, που στο μεταξύ έχουν διαψευσθεί. Όλες οι κυρίαρχες ιδεολογίες συνασπίζονται για να μας εμποδίσουν να δούμε την κρίση σαν το τέλος της βιομηχανιστικής εποχής και την ενδεχόμενη αρχή μιας άλλης, θεμελιωμένης σε κάποια διαφορετική ορθολογικότητα, διαφορετικές αξίες, σχέσεις, ζωή.
Όταν μιλάμε για βιομηχανιστικό πολιτισμό δε σημαίνει ότι αρνούμαστε ή ότι αγνοούμε τον ουσιαστικά καπιταλιστικό χαρακτήρα του. Το γεγονός ότι ο βιομηχανισμός είναι κοινός στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό αποκαλύπτει τη δύναμη και τη σημασία αυτής της έννοιας. Πράγματι, και η κρίση επίσης είναι κοινή στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. […]
Όπως ο καπιταλισμός, έτσι και ο σοσιαλιστικός βιομηχανισμός, που θέλησε να αποτελέσει το ορθολογικοποιημένο αντίγραφο του πρώτου, δεν διαθέτει την απάντηση στην παρούσα κρίση, ούτε το φάρμακο κατά της πείνας και της εξαθλίωσης[…] Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος μπορούν να ξαπλωθούν σε πλανητική κλίμακα, μια και είναι το ίδιο καταστροφικοί για τους πεπερασμένους φυσικούς πόρους και τις ισορροπίες, τις απαραίτητες στη συνέχιση της ζωής. Η λύση στα ιδιαίτερα προβλήματα του κόσμου της πείνας απαιτεί από τον βιομηχανοποιημένο κόσμο να υιοθετήσει ένα μοντέλο κατανάλωσης και παραγωγής λιγότερο σπάταλο, λιγότερο επιδεικτικό, που να γεννάει λιγότερο την εξάρτηση και την ανικανότητα να παράγουμε αυτά που καταναλώνουμε. […] … η πείνα και η εξαθλίωση […] δεν προκύπτουν ούτε από την «καθυστέρηση» ούτε από την ανεπάρκεια των παραγωγικών δυνάμεων. Προκύπτουν από:
- Τις αφαιμάξεις που διενεργούν οι βιομηχανοποιημένες καπιταλιστικές χώρες πάνω στους πόρους τους.
- Τα πολιτικά και κοινωνικά εμπόδια (για τα οποία ο αποικισμός και στη συνέχεια ο νέο-αποικισμός των πολυεθνικών φέρουν τεράστια ευθύνη) που παρεμβάλλονται στη χρησιμοποίηση των δικών τους παραγωγικών δυνάμεων.
Αρκεί να ξέρουμε ότι σε όλες τις χώρες της πείνας το ποσοστό ανεργίας κυμαίνεται ανάμεσα στο 20% και το 60% (εκτίμηση που κατά γενικό κανόνα είναι κατώτερη από την πραγματικότητα μια και δεν παίρνει υπόψη την υποαπασχόληση […]), για να εντοπίσουμε το πρωταρχικό πρόβλημα: να επιτραπεί στους πληθυσμούς να παράγουν τα μέσα διαβίωσής τους με εργαλεία που μπορούν να παράγονται άμεσα και να χρησιμοποιούνται επί τόπου – και όχι να πουλιούνται με πίστωση στις κυβερνήσεις τους ετοιμοπαράδοτα εργοστάσια που θα πληρώνουν μισθούς δυτικού επιπέδου σε τεχνικούς εκπαιδευμένους στη Δύση και θα προσφέρουν σε ένα μηδαμινό ποσοστό του ενεργού πληθυσμού την πρόσβαση στη μισθωτή εργασία και στο αμερικάνικο μοντέλο (αλλά όχι και επίπεδο) κατανάλωσης. (δείτε περισσότερα στο tvxs.gr)
Συμπληρωματικά μπορείτε να δείτε αυτές τις μέρες και το ντοκυμαντέρ «Οligarchy» του Στέλιου Κούλογλου: