Το πολιτικό δοκίμιο του αυστραλού στοχαστή John Kean σχετικά με τη μορφή και τη λειτουργία της μεταπολεμικής δημοκρατίας παρουσιάζει ο Μιχάλης Λαμπρινίδης στο «Βιβλιοδρόμιο» των «Νέων». Το προτείνουμε ως άλλο ένα ερμηνευτικό σχήμα για να κατανοήσουμε καλύτερα την πολιτική και κοινωνική μας πραγματικότητα ως αποτέλεσμα της λειτουργικής ανεπάρκειας των βασικών δομών του πολιτικού μας συστήματος. Διαβάστε, λοιπόν και συσχετίστε τα γραφόμενα με την πραγματικότητα: «Πίστευες κι εσύ, φίλε, ότι η δημοκρατία εξαντλείται στις εκλογές, στην πολιτική και τα κόμματα; Εγώ, υποστηρίζω ότι η δημοκρατία είναι χρήσιμη μόνον όταν μπορεί να εξελιχθεί ώστε να δώσει άνθη και καρπούς σε πεδία όπως είναι τα ήθη, οι ανώτερες μορφές αλληλεπίδρασης των ανθρώπων και οι πεποιθήσεις τους, τα θρησκευτικά ζητήματα, η λογοτεχνία, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, κάθε πτυχή του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου, ακόμα και ο στρατός και το ναυτικό».
Αυτά έγραφε ο Ουόλτ Ουίτμαν (1819-1891), ο μεγαλύτερος αμερικανός ποιητής της Δημοκρατίας, στο άρθρο του Democratic vistas (1871). Εκατόν σαράντα χρόνια αργότερα, η παγκόσμια κρίση θέτει το πρόβλημα της οικονομικής βιωσιμότητας της δημοκρατίας, καθώς ο κόσμος υφίσταται τις συνέπειες μιας επανάστασης των αγορών που κατόρθωσαν σε όλα τα πεδία να ανατρέψουν τις μεταπολεμικές διευθετήσεις, και κυρίως την έννοια του κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στην εργασία, το κεφάλαιο και το κράτος. Η απέχθεια που εκφράζεται για την υποκρισία των δημοκρατικών θεσμών – ή μάλλον για τα κατάλοιπά τους – είναι χαρακτηριστική.
Ισως λοιπόν να χρειάζεται «να… εκδημοκρατιστεί το ιδεώδες της δημοκρατίας». To υποστηρίζει σθεναρά ο κορυφαίος πολιτικός επιστήμονας Τζον Κιν, συγγραφέας της περίφημης μελέτης «Life and death of Democracy», Εκδ. Simon & Schuster 2009 («Η ζωή και ο θάνατος της δημοκρατίας»), ο οποίος σκύβει ειδικότερα πάνω από την ελληνική περίπτωση. Αφορμή η έκδοση στα ελληνικά του προφητικού δοκιμίου του «Γιατί Δημοκρατία;» (Εκδ. Νεφέλη, μτφ. Ανδρέας Παππάς), γραμμένου το 2009 στο πλαίσιο εκείνης της μελέτης και εξαιρετικά επίκαιρου σήμερα, που προλογίζει ο καθηγητής σύγχρονης Ιστορίας Αντώνης Λιάκος, επισημαίνοντας με τη σειρά του ότι: «Η κρίση πλήττοντας και ακυρώνοντας τα κοινωνικά δικαιώματα, πλήττει την ίδια την ιδιότητα του πολίτη. Και βέβαια, με ακρωτηριασμένη την ιδιότητα του πολίτη, για ποιο είδος δημοκρατίας μπορούμε να μιλήσουμε;».
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ και στο Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών του Βερολίνου, ο Κιν που έχει ζήσει παλιότερα στην Αθήνα παρακολουθεί συστηματικά την ελληνική επικαιρότητα και γράφει σχετικά σχόλια στον ιστότοπο http://theconversation.edu.au. Εκεί σημείωνε τις προάλλες ότι «η Ελλάδα μοιάζει με εργαστήριο πειραμάτων πίεσης, όπου η παρούσα προσαρμοστικότητα, η μελλοντική βιωσιμότητα και το νόημα της δημοκρατίας εξωθούνται στα άκρα».
Η εκτίμηση αυτή έχει ιδιαίτερο ειδικό βάρος επειδή προέρχεται από έναν πολιτικό επιστήμονα που ξεχώρισε εισάγοντας την έννοια της «υπό παρατήρηση δημοκρατίας» («monitory democracy» – από το μεσαιωνικό monitoria και το monere = προειδοποιώ). Πρόκειται για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία όπου ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η εξουσία στο κυβερνητικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών ή στον «ενδιάμεσο χώρο» υφίσταται επιπλέον δημόσιο έλεγχο: όχι μονάχα μέσα από την εκλογική διαδικασία, τον ανταγωνισμό των κομμάτων ή τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, αλλά και μέσα από διάφορους νέους μηχανισμούς – κάτι που γενικεύεται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανατέλλει τότε μια νέα ποιότητα για τη δημοκρατία όπου πολλαπλασιάζονται οι θεσμοί, οι σύμβουλοι, οι ειδικοί κ.ο.κ. που, καθώς εξηγεί ο Λιάκος, «παρατηρούν, καταγράφουν, μετρούν, αποτιμούν, αξιολογούν πλευρές της ζωής μιας δημοκρατίας, από τα ανθρώπινα δικαιώματα έως τα δημόσια οικονομικά, από τις επιδόσεις του Κοινοβουλίου έως τις επιδόσεις των μαθητών». Η υπό παρατήρηση δημοκρατία αναγνωρίζει λ.χ. ότι για την πραγμάτωσή της δεν αρκεί η ίση μεταχείριση των πολιτών και οι ίσες ευκαιρίες για όλους, αλλά ότι είναι απαραίτητη και η ισότιμη πρόσβαση στα λεγόμενα δημόσια αγαθά, καθώς και η αναγνώριση ακόμη περισσότερων εννοιών της ισότητας. Ολα αυτά αναλύονται με εύληπτο και γλαφυρό τρόπο στο «Γιατί Δημοκρατία;», όπου ο αυστραλός συγγραφέας δίνει και παραδείγματα δημοκρατικού πνεύματος με «επικριτές της συγκεντρωτικής εξουσίας». Οπως τον Γκάντι και τον Μαντέλα ή τον Τσόρτσιλ, και όπως την Αλις Στιούαρτ (1906-2002), «τη θαρραλέα και κατασυκοφαντημένη καθηγήτρια προληπτικής ιατρικής στην Οξφόρδη, που πρώτη απέδειξε κατά τη δεκαετία του ’50 ότι δεν υπάρχει “ακίνδυνη ποσότητα” ραδιενέργειας».
Ωστόσο, ήδη τότε ο Κιν κατέληγε στη διαπίστωση ότι: «Οι προσφιλείς στις μέρες μας διακρίσεις σε “εδραιωμένες”, “μεταβατικές” και “αποτυχημένες” δημοκρατίες ή ακόμα και σε “υγιείς” και “ελαττωματικές” δημοκρατίες είναι ύποπτες και πρέπει να αποφεύγονται. Ακόμα και οι “υγιείς” και “εδραιωμένες” δημοκρατίες ποτέ δεν είναι απρόσβλητες, απόλυτα προστατευμένες από την εσωτερική διάβρωση και την εξωτερική αλλοίωση. (…) Η δημοκρατία είναι μια εξελικτική διαδικασία, μια σειρά από συνεχείς διαδικασίες, από πειραματισμούς. Πρέπει συνεχώς, καθημερινά, να αποδεικνύει ότι είναι… δημοκρατία».
Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι ο Κιν έρχεται σήμερα και χρησιμοποιεί την ελληνική περίπτωση στην ανάλυσή του για να μας πει ότι η υπό παρατήρηση δημοκρατία, η οποία έκανε αξιοπρόσεκτα βήματα εκδημοκρατισμού, δείχνει να περνά στην αυγή του 21ου αιώνα σε μια φάση σκοτεινή και με άδηλο μέλλον όπου οι μηχανισμοί της αποδεικνύονται όχι αρκετά ισχυροί ώστε να αποτρέψουν φαινόμενα αποσύνθεσης. Οπως επισημαίνει και ο Α. Λιάκος, «παρατηρητικοί θεσμοί όπως οι οίκοι αξιολόγησης, υποβαθμίζοντας ή αναβαθμίζοντας οικονομίες, παίζουν έναν άμεσο ρόλο στον καθορισμό πολιτικής, και μάλιστα ισχυρότερο από εκείνον των κυβερνήσεων».