Προβληματίζεται για τον πολιτισμό του θεάματος και της διασκέδασης ο Μάριο Βάργκας Λιόσα και αντιπροτείνει τη λογοτεχνία και τη λογοτεχνική παιδεία ως τρόπο για την αποδόμηση και την υπέρβασή του. Διαβάζουμε αποσπάσματα από τη συνέντευξή του στο «Βήμα»:
Ο νομπελίστας συγγραφέας και αμφιλεγόμενος πολιτικός Μάριο Βάργκας Λιόσα γοητεύτηκε στα νιάτα του από την Επανάσταση στην Κούβα και τις ιδέες του κομμουνισμού, κάνοντας αργότερα στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό. Το 1990 κατήλθε υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές στο Περού και ηττήθηκε. Η πολιτική δράση του έχει επικριθεί, όμως η μυθοπλαστική αξιοσύνη του δεν χωρεί αμφισβήτηση. Το 2010 η Σουηδική Ακαδημία τού απένειμε την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση… Στο νέο βιβλίο του, το δοκίμιο La civilizaciόn del espectàculo (Ο πολιτισμός του θεάματος), που κυκλοφορεί τώρα στην Ισπανία, ασκεί κριτική στην πολιτική, στη δημοσιογραφία, στις τέχνες και εκφράζει την απογοήτευσή του για τον σύγχρονο πολιτισμό της ελαφρότητας, στον οποίο επιρροή ασκούν οι σεφ, οι σχεδιαστές μόδας, οι τηλεοπτικοί αστέρες και οι ποδοσφαιριστές, καταλαμβάνοντας «την εξέχουσα θέση που κάποτε είχαν οι επιστήμονες, οι φιλόσοφοι και οι μεγάλοι συνθέτες».
Στη συνέντευξή του αναφέρει: «Παραδοσιακά, ο ρόλος του πολιτισμού ήταν να βοηθά τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν προβλήματα πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, ακόμη και πολύ προσωπικά, να αναπτύξουν κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία και στους θεσμούς, και να αντιδράσουν στα προβλήματα αυτά με τρόπο δημιουργικό, με ευαισθησία και φαντασία. Το ζήτημα στη σύγχρονη εποχή, και κυρίως στις δυτικές κοινωνίες, είναι ότι από την επιθυμία μας για διασκέδαση ευτελίσαμε τον πολιτισμό, τον μεταβάλαμε σε ελαφρύ θέαμα αποδυναμώνοντας τον παραδοσιακό ρόλο του. Το δυνάμει κοινό της λογοτεχνίας και των τεχνών έχει σήμερα διευρυνθεί πολύ, αλλά αυτό δεν αρκεί. Ο σκοπός είναι να έχουμε ένα είδος εκπαίδευσης που θα καθιστά την κοινωνία ικανή να καταναλώσει καλή λογοτεχνία και αξιόλογα προϊόντα πολιτισμού»….
«Η τέχνη που λειτουργεί ως προπαγάνδα με βρίσκει αντίθετο. Η λογοτεχνία πρέπει να υπερβαίνει την τρέχουσα πραγματικότητα και να αγγίζει διαχρονικά ζητήματα. Από την άλλη πλευρά, θεωρώ κρίσιμο για τη λογοτεχνία να μην απαρνιέται την επαφή με την κοινωνία που την περιβάλλει και τα προβλήματά της. Είναι σημαντικό για τους αναγνώστες να βρίσκουν στα λογοτεχνικά κείμενα κλειδιά κατανόησης του κόσμου τους και τρόπους για να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην καθημερινή ζωή τους»…«Ιστορία και λογοτεχνία ήταν πάντοτε πολύ κοντά, η λογοτεχνία όμως δεν είναι τρόπος εκλαΐκευσης ή αναδιήγησης της Ιστορίας. Το Ονειρο του Κέλτη είναι μυθοπλασία και όχι βιογραφία, διότι σεβάστηκα μεν τα βασικά γεγονότα, το πρωτογενές υλικό της Ιστορίας, επινόησα όμως πάρα πολλά. Αν θέλετε να μιλήσουμε για τον επαναστατικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας, τον εντοπίζω στην παιδεία που προσφέρουν τα καλά λογοτεχνικά έργα στον άνθρωπο καθιστώντας μια κοινωνία καλλιεργημένων ανθρώπων λιγότερο ανεκτική στη χειραγώγηση. Γι’ αυτό και υποστηρίζω ότι πρέπει η λογοτεχνία να έχει απήχηση στο ευρύ κοινό και να μην αποτελεί μονοπώλιο μιας μικρής ελίτ – αρκεί να μη γίνονται παραχωρήσεις στην ελαφρότητα».