Πριν την κοσμογονία της γενιάς του ’30 και τη δομική ανανέωση της ελληνικής ποίησης από αυτήν, υπήρξαν οι «μεταιχμιακοί» ποιητές, αυτοί, δηλαδή, που έχοντας ως αφετηρία τη μαθητεία τους στους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης, την αποδόμησαν σταδιακά εισάγοντας τη μοντερνιστική οπτική. Με αυτούς τους ποιητές ασχολείται ο Ευριπίδης Γαραντούδης στη μελέτη του «Ελληνες ποιητές του μεταιχμίου (1880-1930)», την οποία παρουσιάζει στο «Βήμα», ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: «Οι σημαίνουσες μεταβολές στην τέχνη δεν έρχονται εξ αποκαλύψεως ούτε συμβαίνουν από τη μια στιγμή στην άλλη: επωάζονται για μακρύ χρονικό διάστημα και προαναγγέλλονται μέσα από πλήθος επιμέρους τομές που, χωρίς να έχουν ακόμη διαρρήξει τον παλαιότερο ιστό, προετοιμάζουν αθόρυβα την αποσύνθεσή του μέχρι να έρθει η ώρα της οριστικής του αντικατάστασης από ένα ριζικά διαφορετικό παράδειγμα.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ο τόμος δοκιμίων του Ευριπίδη Γαραντούδη Ελληνες ποιητές του μεταιχμίου (1880-1930), που θέλει να εξετάσει την πορεία της ελληνικής ποίησης από τα χρόνια της γενιάς του Παλαμά ως την εδραία εμφάνιση και την καθιέρωση του μοντερνισμού. Η ίδια η μοντερνιστική συνθήκη θα μείνει έξω από το περισκόπιο του Γαραντούδη, αφού το ζητούμενο του βιβλίου δεν είναι, όπως προκύπτει σαφώς και από τις χρονολογικές ενδείξεις του τίτλου, να ανιχνεύσει και να συζητήσει τη διαμόρφωση και την εξέλιξή της, που θα ξεκινήσει έτσι κι αλλιώς μετά το 1930, αλλά να εντοπίσει και να διερευνήσει τα ποικίλα προανακρούσματα της κυοφορίας της.
Οι ποιητές που θα απασχολήσουν τον μελετητή επί τη βάσει μιας τέτοιας προοπτικής είναι τέσσερις: ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σικελιανός και ο Καρυωτάκης. Κανένας τους δεν θα γίνει απόστολος και διαπρύσιος κήρυκας του μοντερνισμού. Και οι τέσσερις ωστόσο θα αναλάβουν να ξηλώσουν, άλλοτε με μεγαλύτερη, άλλοτε με μικρότερη τόλμη, τους αρμούς μιας παράδοσης την οποία οι νεότεροι δεν θα διστάσουν λίγο αργότερα να εκθεμελιώσουν.
Ο Παλαμάς θα φροντίσει να περιβάλει τη δουλειά του με ένα εξαιρετικά καινοτόμο πνεύμα φέροντας σε πλήρη αντίθεση τη μετρική του οργάνωση του στίχου με το νόημα. Αν προσπαθήσουμε να διαβάσουμε τα ποιήματα του Παλαμά σύμφωνα με το πολύτροπο μέτρο τους, θα χάσουμε το νόημά τους. Αν πάλι αποπειραθούμε να παρακολουθήσουμε το νόημά τους, θα δυσκολευτούμε να καταλάβουμε το μέτρο τους. Αυτό όμως αποτελεί ήδη μια γενναία ρήξη με τα ευθύγραμμα και καθησυχαστικά παραδεδομένα του δεκαπεντασύλλαβου.
Τον δεκαπεντασύλλαβο θα υπονομεύσει και ο Σικελιανός που, αντλώντας έμπνευση από τον Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, μπορεί να μη δοκιμάσει το εύρος των αλλαγών που θα δοκιμάσει ο ιταλός ποιητής, αλλά θα κατορθώσει να απελευθερώσει τους ρυθμούς του (τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος τους) από το κανονιστικό βάρος των ελληνικών πηγών του.
Με ανάλογο τρόπο θα παραμερίσει το βάρος του ποιητικού παρελθόντος και ο Καβάφης: καθιστώντας αόρατη τη ρυθμική του αγωγή, σπάζοντας συνειδητά τα μέτρα του και ιντριγκάροντας με τη δομή του ποιητικού του χωροχρόνου, ο Αλεξανδρινός θα θέσει με τη σειρά του εντός αγκυλών την παράδοση, η οποία θα υποστεί ένα εξίσου οδυνηρό πλήγμα από την υποβλητική (και πάλι απολύτως συνειδητή) πεζολογία του. Οσο για τον Καρυωτάκη, θα σπάσει επίσης με πολλαπλές μεθόδους τη στιχουργική του, επιφέροντας μια πλήρη διαταραχή στο νοηματικό αλλά και στο ακουστικό της σύστημα.
Στο παιχνίδι της βαθμιαίας απορύθμισης θα πάρουν αίφνης μέρος και δύο λιγότερο βαριά ποιητικά μεγέθη: ο Στέφανος Μαρτζώκης, που θα εγκλιματίσει στο νεοελληνικό περιβάλλον την ιταλική αναβίωση της αρχαιοελληνικής προσωδίας, και ο Λορέντζος Μαβίλης, που θα συγκεράσει μέσω της σονετογραφίας του τον επτανησιακό με τον γαλλικό και τον αθηναϊκό ρομαντισμό.
Ο προσεκτικός φιλόλογος θα γίνει στο βιβλίο του Γαραντούδη ευθύς εξαρχής και οξυδερκής κριτικός, που θα μελετήσει τα θέματα της ανανέωσης της ποιητικής φόρμας χωρίς να αδιαφορήσει για τα ζητήματα της ποιητικής στάσης ή της ποιητικής ιδεολογίας: από την πίστη του Παλαμά στη δύναμη της καλλιτεχνικής πράξης και στην αγκίστρωση του Σικελιανού στο πρότυπο του ποιητή-προφήτη μέχρι το κρυφτό του Καβάφη με τα ατελή του ποιήματα και την εμπλοκή του Καρυωτάκη στις μετασεισμικές δονήσεις της αυτοκτονίας του.»