Ο ρόλος της τέχνης είναι να κρίνει και όχι να αποδομεί αδιάκριτα κάθε παράδοση, επισημαίνει ο Κ. Γεωργουσόπουλος στα «Νέα», αναδεικνύοντας ότι η σημερινή κρίση (και στην τέχνη που αποδέχεται πλήρως και χρησιμοποιεί αδιακρίτως την αποδόμηση) είναι το φυσικό επακόλουθο της σαπισμένης και απαξιωμένης νεοελληνικής παιδείας, η οποία αδιαφορεί προκλητικά για την καλλέργεια της ιστορικής μνήμης:
«…Η αρχαία λογοτεχνική και θεατρική παράδοση μας προίκισε με αριστουργήματα συχνά καταλυτικής κριτικής των θεσμών και αποκαλυπτικής απομυθοποίησης ιστορικών προσώπων. Δεν χρειάζεται να εξαντλήσω το θέμα αφού αν αρκεστώ στον τρόπο με τον οποίο κρίνει τις συμπεριφορές του Σωκράτη ο Αριστοφάνης στις «Νεφέλες», θα αντιληφθούμε πως και όταν φαίνεται άδικη η κριτική έχει την τιμιότητά της. Ο Σωκράτης δεν είναι την εποχή που σχολιάστηκε στη σκηνή ένας μύθος της παγκόσμιας παιδείας, αλλά ένας συμπολίτης που είχε φίλους και εχθρούς, θεσμούς να τον προστατεύουν και κοινό να κρίνει τους κρίνοντες. Σημειώνω πως οι πρώτες «Νεφέλες» δεν βραβεύτηκαν στην Αθήνα του καιρού και οι διορθωμένες, ηπιότερες, που ξέρουμε και παίζουμε σήμερα, δεν παίχτηκαν στην αρχαιότητα ποτέ!..Εχει καθήκον η τέχνη να κρίνει, να κατακρίνει, να αποκαλύπτει πρόσωπα και καταστάσεις που παραδόθηκαν από το παρελθόν και με μια αλλαγή σκεπτικού και κριτηρίων αναδεικνύονται ή ευνοημένα ή παρεξηγημένα ή κατασκευασμένα ή παραμορφωμένα, οφείλει σαφώς. Αλλά ποια πρόσωπα; Ολα; Και εκείνα που κανένα ίχνος υποψίας δεν δείχνει να πρόδωσαν τον εαυτό τους και την εποχή τους; Πώς τότε το παρόν και το μέλλον θα συντηρήσουν στοιχειώδεις αξίες βίου χωρίς τα άμεμπτα παραδείγματα;
Η αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη ελληνική Ιστορία είναι φίσκα από αρνητικά γεγονότα, προδοσίες και ανήθικες συμπεριφορές ηγετικών προσώπων. Και πολύ ορθά έγιναν αντικείμενο κριτικής από την ιστορική αφήγηση, τη λογοτεχνία και το θέατρο. Και τον Περικλή περιέλαβε ο Αριστοφάνης, και τον Νικία και τον Αλκιβιάδη ο Θουκυδίδης αλλά και νεότεροι πεζογράφοι και θεατρικοί συγγραφείς τον τελευταίο (Θεοτοκάς, Αγγελος Βλάχος κ.ά.). Ούτε ο Μακρυγιάννης έμεινε στο απυρόβλητο, και γιατί όχι; Αντιφάσεις είχε και θρησκόληπτος ήταν και τοκογλύφος. Καθήκον έχουμε να διαφωτίζουμε και να αποκαλύπτουμε τα στρεβλά και να διδάσκουμε, όχι με δασκαλίστικο δάχτυλο αλλά μέσα στα όρια των νόμων της τέχνης. Με ποιο σκοπό; Να μην ξαναγίνουν τα ίδια λάθη, να μην εμπιστευτούμε πεποιημένα σύμβολα, να μην πιστέψουμε σε παραμορφωτικούς καθρέπτες της πραγματικότητας. Αν θέλουμε να μείνουμε σε ένα από τα καθήκοντα της τέχνης, είναι να πατάξουμε τις ιστορικές και εκπαιδευτικές απάτες και να εξάρουμε τα ηθικά μεγέθη και τις πράξεις τις θυσιαστικές που κράτησαν ορθό τον άνθρωπο και την κοινωνία και τόνωσαν τις αξίες της ανθρωπιάς.
Τι συμβαίνει όμως όταν αστοιχείωτα και θρασύτατα μανεκέν (η λέξη ολλανδική και σημαίνει την κούκλα της μοδίστρας) κρατικοδίαιτα και τρωκτικά της καταναλωτικής κοινωνίας του θεάματος αποδομούν χωρίς αιδώ ήρωες που θυσιάστηκαν αφειδώλευτα πηγαίνοντας στην τιμή και την πεποίθησή τους; Ο Αθανάσιος Διάκος στον ίδιο ακριβώς τόπο όπου θυσιάστηκαν οι Τριακόσιοι του Λεωνίδα ήταν ακόμη πιο άγιος από εκείνους. Εκείνοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να γυρίσουν στη Σπάρτη ηττημένοι, δεδομένου ότι είχαν αναχωρήσει χωρίς την άδεια της πόλης.
Μπορεί ο Αθανάσιος Διάκος που τον ύμνησε το δημοτικό τραγούδι και δεν τον κατασκεύασε καμιά εξουσία, ιδεολογική φατρία και φυλετική ομάδα, να γίνει τάχα μου σύμβολο σύγχρονο του νταβατζή Ελληνα, του φαλλοκράτη, του διαπλεκόμενου, του βολεψάκια κ.τ.λ.; Και μάλιστα να χρησιμοποιείται ως γενικευμένο μοντέλο του σημερινού έλληνα ανθρώπου;
…όταν τα μειράκια της κόκα-κόλας αγνοούν πως και η σύγχρονη Ελλάδα δεν αποτελείται από ρατέδες των κωλάδικων, αλλά διαθέτει και σύγχρονους Διάκους όπως ο Ναπολέων Σουκατζίδης ή ο Τάσος Μήνης, ο Παναγούλης, ο Μουστακλής, η Ηλέκτρα Αποστόλου, παιδιά με τα πρησμένα πόδια που τραγούδησε ο Ελύτης, τότε θα αντιληφθούμε πως η κρίση που περνάει ο τόπος δεν είναι του Μνημονίου αλλά κρίση μνήμης, όχι μόνο αρχαίων αλλά και πρόσφατων παραδειγμάτων βίου. Οσο δεν αλλάζει το παιδευτικό παράδειγμα σ’ αυτόν τον τόπο και συνεχίζει να είναι απόπατος όπου θα αφοδεύουν κάτι νιάνιαρα που ξέχασαν στο πλέι ρουμ τους τα βελούδινα πάμπερς τους».