Η Ζακλίν Ντε Ρομιγί αυτοβιογραφούμενη αποκαλύπτει τη βαθιά σχέση του ανθρώπου με τη μνήμη, η οποία είναι η βάση της αυτογνωσίας, αλλά και της ποίησης. Από το «Βήμα» (άρθρο τoυ Αναστάση Βιστωνίτη):«Ούτε οι μαρτυρίες ούτε η σκέψη έχουν νόημα εάν δεν αντλούν από την αλήθεια της εμπειρίας, όπως τη βίωσε η γερόντισσα που είμαι σήμερα». Ετσι καταλήγει η Ζακλίν ντε Ρομιγί στον πρόλογο του σύντομου αλλά άκρως ευαίσθητου βιβλίου της «Οταν η μνήμη αποκαλύπτει». Ηταν 95 ετών όταν το έγραψε (το υπαγόρευσε, για την ακρίβεια) και κυκλοφόρησε το 2009, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της. Με ασθενέστατη ακοή και σχεδόν τυφλή, εκείνη η φυσιογνωμία των ανθρωπιστικών επιστημών με το τεράστιο έργο πάνω στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, μας πρόσφερε τη δική της μικρή ποιητική του χρόνου όπως προκύπτει από την υπόσταση και την παρουσία των αναμνήσεων στη ζωή της. Αναμνήσεων από διαβάσματα, από μουσικά ακούσματα, από χώρους, σπίτια και δρόμους, από το σπίτι της στην Προβηγκία, από μια συνάντηση με συναδέλφους στο Τολέδο πριν από πολλά χρόνια, από στιγμές «έκστασης και θάμβους».
Στις αναμνήσεις βρίσκεται η αλήθεια της εμπειρίας. Και πιο πολύ σε εκείνες που αναδύονται αιφνιδιαστικά για να μας θυμίσουν ότι η εσωτερική ζωή σε μεγάλο βαθμό δεν είναι παρά άθροισμα μικρών αναμνήσεων, μια γοητευτική εκδοχή της αιωνιότητας. Οι αναμνήσεις αντιπροσωπεύουν τη διάρκεια, αυτό «που ξεπερνά την άμεση πραγματικότητα» λέει η ίδια. Δεν είναι, επομένως, απλά αποτυπώματα του χρόνου, γι’ αυτό και δεν επανέρχονται χωρίς σκιές. Δημιουργούν ένα πλαίσιο μεταγενέστερων εντυπώσεων επαναφέροντας παλιές αισθήσεις που προέρχονται από χρώματα, οσμές, συναισθήματα.
Εύλογα σε τέτοιες περιπτώσεις ανακαλεί κανείς τον Προυστ και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Ωστόσο οι προθέσεις της Ρομιγί ήταν διαφορετικές. Οι αναμνήσεις της, με τη σεμνότητα που τις αναφέρει, είναι «ασήμαντες» και κατά κάποιον τρόπο τυχαίες. Μολονότι αναφέρονται στο παρελθόν, έχουν τη δύναμη να επιβάλλονται στο παρόν. Ξεπηδούν εντελώς απότομα και κατακλύζουν τον νου και τις αισθήσεις μας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που, αναφερόμενη στην παιδική της ηλικία, λέει ότι «ήταν ακόμη εκείνο το τρομαγμένο κοριτσάκι». Γιατί η κοιτίδα της μνήμης βρίσκεται στην παιδική μας ηλικία, απ’ όπου καταγόμαστε, καθώς έλεγε ο Εξυπερί.
Τα χρόνια που συσσωρεύονται επεκτείνουν και βαθαίνουν εκείνες τις πρωταρχικές εμπειρίες που μας σφραγίζουν – θετικά ή αρνητικά – διά βίου. Αυτό φυσικά μπορεί να το βεβαιώσει πρωτίστως ένας πεζογράφος δημιουργικής φαντασίας ή ένας ποιητής. Γι’ αυτό και στο βιβλίο της Ρομιγί είναι εμφανέστατες οι λογοτεχνικές αρετές και η ατμόσφαιρα μιας πικρής νοσταλγίας για όσα πέρασαν.
Η γοητεία και η γλυκεία πίκρα των αναμνήσεων μας μαθαίνει και κάτι άλλο, όταν σκεφτόμαστε πάνω στη λειτουργία τους: ότι η σημασία τους βρίσκεται στις λεπτομέρειες, ή αλλιώς στις αποχρώσεις. Στον φθορισμό του χρόνου, που γίνεται όσο γερνάει κανείς ολοένα πιο έντονος. Γι’ αυτό και η ανάδυση των αναμνήσεων αποβαίνει συχνά σημαντικότερη από την αξία τους. Γιατί είναι ταυτισμένη με την έκπληξη, το αναπάντεχο που δεν θα συμβεί στο παρόν αλλά έρχεται από το παρελθόν και εμείς το αναπνέουμε και το αισθανόμαστε σαν μικρό θαύμα.
Το έντονα εξομολογητικό στοιχείο, προερχόμενο μάλιστα από μια συγγραφέα που αφιέρωσε τη ζωή της στην επιστήμη, δεν αφήνει τον αναγνώστη ασυγκίνητο. Η μοναξιά είναι αναπόσπαστα δεμένη με την εντατική εργασία, έχει όμως και άλλες διαστάσεις: «Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα με μεγαλύτερη ένταση την παρουσία του εξωτερικού κόσμου όποτε έμενα μόνη» γράφει η Ρομιγί. Και κάτι ακόμη, που δεν το σκεφτόμαστε συχνά: όταν βρισκόμαστε με άλλους είμαστε λιγότερο δεκτικοί στα εξωτερικά ερεθίσματα. Μεγάλο μέρος από το περιεχόμενο του περιβάλλοντος εκείνη τη στιγμή μάς διαφεύγει.
Η γοητεία των αναμνήσεων, ιδιαίτερα των μικρών, δεν οφείλεται μόνο στη δύναμή τους να ανακαλούν στιγμές του χαμένου χρόνου, αλλά και στην αίσθηση ότι βρισκόμαστε και εδώ και αλλού, ότι μπορούμε να κινηθούμε στην άδηλη επιφάνεια του καιρού και «να υποψιαστούμε τη δυνατότητα ενός κόσμου όπου όλα είναι φωτεινά, γαλήνια, αιώνια». Και αν ιδέες συνδέονται με την «επίδραση ανθρώπων και πραγμάτων» (κατά συνέπεια με τη δράση του λόγου), οι αποκαλύψεις της μνήμης, όπως τις αποκαλεί, με άλλα λόγια, οι αιφνίδιες παρακάμψεις στο ποτάμι του χρόνου, μας οδηγούν σε έναν διαφορετικό κόσμο. Η Ζακλίν ντε Ρομιγί σπεύδει να μας προλάβει από τη σκέψη ότι κάτι τέτοιο μπορεί να εκληφθεί ως πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης του Θεού. Υπό την έννοια αυτή ο αγνωστικισμός εδώ είναι εμφανής.
Η συγγραφέας δεν μας λέει τι είναι το «μετά», αλλά ότι υπάρχει κάτι διαφορετικό από εκείνο που γνωρίζουμε. Για τούτο και όταν είμαστε αρνητικοί σε τέτοιους προβληματισμούς περιορίζουμε τον ορίζοντα της σκέψης μας, απονεκρώνουμε μεγάλο μέρος από τις αισθήσεις μας και κινδυνεύουμε να γίνουμε επικίνδυνοι για τους συνανθρώπους μας. Ευαισθησία και ανθρωπισμός πάνε μαζί. Επομένως, ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι εκείνος που αναζητεί στην ευαισθησία το νόημά της – και το νόημα αυτό αποτελεί νόημα και της ίδιας της ζωής του.
Στην πρώιμη αυτοβιογραφία του ο Ναμπόκοφ έδωσε τον τίτλο Μίλησε, μνήμη (τίτλος που παραπέμπει στην αρχαία ποιητική επίκληση, αλλά στο πεδίο τώρα της ιστορικής και όχι της μυθικής συνείδησης). «Οι καθημερινές πράξεις και οι μικρές εμπειρίες μας έχουν μεγαλύτερη σημασία από ό,τι τους αποδίδουμε, αφού μπορούμε να τις ξαναδούμε ακινητοποιημένες στο φως» λέει η Ρομιγί. Το «ακινητοποιημένες» βέβαια συνεπάγεται σταμάτημα του χρόνου. Οσοι γνωρίζουν το έργο της θα καταλάβουν πώς το παραπάνω λειτουργεί συμπληρωματικά στη δική της ανεπανάληπτη ποιητική της αρχαιότητας που ανέπτυξε στο επιστημονικό της έργο.»