Η μοντέρνα γλυπτική οφείλει την πρωτοπορία και την εξέλιξή της στον Ροντέν, το γλύπτη που ανανέωσε την απόδοση της ανθρώπινης φόρμας αφομοιώνοντας τον ανθρωποκεντρικό ρεαλισμό που υποβάλλει την πνευματικότητα, όπως την εισήγαγε η φειδιακή γλυπτική, και την επανέφερε η αναγεννησιακή πλαστική του Μιχαήλ Αγγέλου. Ας κάνουμε μια σύντομη, εισαγωγική περιήγηση στο έργο του Ροντέν:
«Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας καινοτόμος Γάλλος καλλιτέχνης τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της ευρωπαϊκής ακαδημαϊκής γλυπτικής με τον μη συμβατικό χαρακτήρα των έργων του. Ο Ογκύστ Ροντέν (1840-1917) υπήρξε ο προάγγελος της μοντέρνας γλυπτικής, ο δημιουργός που ανέτρεψε τους ισχύοντες παραδοσιακούς κανόνες της πλαστικής και εισήγαγε μια νέα οπτική της φόρμας, απορρίπτοντας το ιδεαλιστικό πνεύμα και προκρίνοντας μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση της ανθρώπινης μορφής. Η επαναστατική στάση του απέναντι στις παγιωμένες αντιλήψεις της τέχνης είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της αναγνώρισης και καταξίωσής του, η οποία, αν και αργά, ήρθε τουλάχιστον αρκετά χρόνια πριν από τον θάνατό του – το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική έκθεσή του στο Παρίσι. Εργα του, όπως ο Σκεπτόμενος, ο Μπαλζάκ, η Πύλη της Κολάσεως ή οι Αστοί του Καλαί έχουν επηρεάσει βαθιά τη μοντέρνα τέχνη και πολλούς μεταγενέστερους καλλιτέχνες, ενώ ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζουν και διεγείρουν έντονα συναισθήματα…
Ο Ανθρωπος με τη σπασμένη μύτη, μαζί με τον Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την Εποχή του Χαλκού, το πρώτο σημαντικό γλυπτό του, συγκροτούν τον κορμό της πρώτης ενότητας της έκθεσης. Οι επιρροές που είχε δεχτεί από τη γλυπτική της αρχαιότητας -ειδικά την ελληνική- και την αναγεννησιακή -ιδιαίτερα του Μιχαήλ Αγγέλου- που γνώρισε στο Μουσείο του Λούβρου, αλλά και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ιταλία το 1875-76, είναι ορατές. Γόνιμα αφομοιωμένες ήδη από τα πρώτα βήματά του, θα φιλτραριστούν μέσα από το δικό του βλέμμα και θα συμβάλουν στη διαμόρφωση του έντονα προσωπικού ύφους του, απαλλαγμένου από κάθε ίχνος στείρας μίμησης. «Το ταξίδι στην Ιταλία θα αποδειχθεί ζωτικής σημασίας για τη δουλειά του και θα τον οδηγήσει στη μεγαλύτερη καινοτομία του: άρχισε να κατακερματίζει το ανθρώπινο σώμα, δηλώνοντας ότι ο κορμός είναι μια αυτόνομη γλυπτική φόρμα», επισημαίνει ο Μπέκερ. «Ενας κορμός καλοφτιαγμένος κλείνει μέσα του όλη τη ζωή», είχε δηλώσει άλλωστε ο Ροντέν και το αποδεικνύει με ένα από τα αριστουργήματά του, τον Κορμό της Αντέλ…
Η διαμάχη που ξέσπασε γύρω από την Εποχή του Χαλκού, αν δηλαδή είχε χρησιμοποιήσει καλούπια βγαλμένα από το ζωντανό μοντέλο για τη δημιουργία του, εξαγρίωσε τον Ροντέν. Τόσο φυσικό φαινόταν με τον λεπτομερή πλασμό των μυών και των οστών του ανθρώπινου σώματος, που προεξέχοντας, σχημάτιζαν σκιερές και φωτεινές επιφάνειες, οι οποίες προκαλούσαν την αίσθηση της κίνησης και έδιναν πνοή στο άψυχο υλικό. «Κάθε σημείο του ήταν ένα στόμα που μίλαγε τη δική του γλώσσα», θα γράψει ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε αναφερόμενος στο γλυπτό. Το θέμα πήρε μεγάλη δημοσιότητα, στάθηκε όμως και η αφορμή για να ανατεθεί στον Ροντέν, το 1880, η πρώτη σημαντική παραγγελία από το γαλλικό κράτος: η δημιουργία μιας θύρας για το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών, το οποίο θα γινόταν στο Παρίσι (τελικά δεν υλοποιήθηκε ποτέ).
Η Πύλη της Κολάσεως, έργο εμπνευσμένο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, αποδείχθηκε το πιο δύσκολο και φιλόδοξο εγχείρημά του. Αν και εργαζόταν πάνω σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ποτέ δεν το ολοκλήρωσε. Οταν κάποτε ρωτήθηκε πότε σκόπευε να το τελειώσει, απάντησε: «Είναι οι καθεδρικοί ναοί ολοκληρωμένα έργα τέχνης;». Συνολικά, για την Πύλη σχεδίασε 200 περίπου μορφές κολασμένων, αντλώντας έμπνευση και από Τα Ανθη του Κακού του Μποντλέρ. Ανάμεσά τους και ο Σκεπτόμενος, το πιο διάσημο έργο του, για το οποίο ο Ροντέν είχε πει: «Η αναπαράσταση της απόλυτης ακινησίας είναι πολύ σπάνια στα έργα μου. Πάντοτε προσπάθησα να δείξω τη ζωή της ψυχής, μέσα από την κίνηση των μυών»…Πολλές από τις μορφές που προορίζονταν για την Πύλη της Κολάσεως, χρησιμοποιήθηκαν ξανά από τον Ροντέν, «επανερμηνεύτηκαν» για να αποτελέσουν ανεξάρτητα έργα, διαφορετικά συμπλέγματα ή μεμονωμένες μορφές. Το Φιλί, ένα από τα πιο γνωστά και τα πιο αισθησιακά γλυπτά του, προοριζόταν αρχικά για την Πύλη. Αναπαριστάνει τον Πάολο και τη Φραντσέσκα, το παράνομο ζευγάρι για το οποίο μιλάει ο Δάντης, τη στιγμή που ανταλλάσσουν το μοναδικό φιλί τους, πριν δολοφονηθούν.
…Η Γη και η Σελήνη, ένα άλλο γνωστό μαρμάρινο έργο του. Και αυτό έχει γεννηθεί από δύο παλαιότερες μορφές. Η κουλουριασμένη μορφή δε έχει το σώμα της Ανδρομέδας και το κεφάλι της Γυναίκας μάρτυρα. Ο Ροντέν όλο και συχνότερα, συνένωνε ξεχωριστά σπαράγματα από διαφορετικές μορφές για να δημιουργήσει καινούργιες, τις οποίες ονόμαζε Συναρμογές. Ομως και ένα σπάραγμα, μια αποσπασματική μορφή, αποτελούσε γι’ αυτόν ένα άρτιο και ολοκληρωμένο έργο, απελευθερώνοντας έτσι τη γλυπτική από τα καθιερωμένα θεματικά και φορμαλιστικά πλαίσιά της. Ο Ροντέν μίλαγε για την «ψυχή της γλυπτικής», της οποίας η «ολότητα βρίσκεται στο σπάραγμα».
Πιστεύοντας, όπως και ο Μιχαήλ Αγγελος, ότι κάθε κομμάτι μαρμάρου κλείνει μέσα του ένα γλυπτό το οποίο αποκαλύπτεται όταν αφαιρεθούν τα επιπλέον κομμάτια της πέτρας, δίνει την εντύπωση ότι οι απαλά σμιλευμένες μορφές του αναδύονται μέσα από το τραχύ ακατέργαστο σχεδόν μαρμάρινο ογκόλιθο και απελευθερώνονται από αυτόν με πολύ αργό ρυθμό. Ο Ροντέν δέχθηκε επικρίσεις για τα μαρμάρινα γλυπτά του, κατηγορούμενος ότι δεν τα δούλευε ο ίδιος και ανέθετε το σμίλευμά τους σε άλλους.
Αρκετές ήταν οι απογοητεύσεις που δέχθηκε στη ζωή του. Τα δύο μεγάλα μνημεία που του ανατέθηκαν, το πρώτο προς τιμήν του Βίκτωρος Ουγκώ το 1889 και το δεύτερο αφιερωμένο στον Μπαλζάκ το 1891, ποτέ δεν έλαβαν την τελική έγκριση για κατασκευή. Οι προτάσεις του δεν άρεσαν στα μέλη των αντίστοιχων επιτροπών. Ο Ροντέν θεωρούσε ότι το γλυπτό του Μπαλζάκ που είχε φτιάξει περιείχε τα βασικά χαρακτηριστικά της αισθητικής του, ενώ για τον Μπρανκούζι είναι αυτό που θεμελίωσε τον μοντερνισμό στη γλυπτική. …Το μόνο μνημείο του που είδε τοποθετημένο όσο ζούσε ήταν Οι Αστοί του Καλαί.
Το 1884, η πόλη του Καλαί αποφάσισε να τιμήσει τη μνήμη των έξι κατοίκων της, οι οποίοι, το 1346, κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου, δέχθηκαν εθελοντικά να θυσιάσουν τη ζωή τους για να σταματήσει η πολιορκία της από τον βασιλιά της Αγγλίας. Ο Εδουάρδος Γ΄ είχε ζητήσει να του παραδοθούν έξι επιφανείς πολίτες έτοιμοι να πεθάνουν, καθώς και το κλειδί της πόλης. Τελικά, η Γαλλίδα σύζυγος του βασιλιά τον έπεισε να τους χαρίσει τη ζωή. Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου του Καλαί απευθύνθηκαν στον Ροντέν για τη δημιουργία ενός μεγαλοπρεπούς ιστορικού μνημείου, αντάξιου της ανδρείας τους. «Αυτό που πήραν ήταν ένα γλυπτό, χωρίς βάθρο, που αναπαριστούσε τους πολίτες στην αξιοθρήνητη πορεία τους προς τον βέβαιο θάνατο. Φόβος, σκεπτικισμός, απόγνωση, υποταγή στη μοίρα και αποφασιστικότητα: Αυτά είναι τα συναισθήματα που αποτυπώνονται στα πρόσωπά τους. Ο πόνος και η παραίτηση δεν είναι συναισθήματα ηρώων! Επίσης, ο Ροντέν επιθυμούσε το γλυπτό να τοποθετηθεί απευθείας στο πλακόστρωτο στην αγορά του Καλαί, ώστε το πλήθος να μπορεί να ανακατεύεται με τις μορφές»…
Τελικά, το μνημείο εγκρίθηκε, χυτεύθηκε σε ορείχαλκο και το 1895 τοποθετήθηκε πάνω σε μαρμάρινο βάθρο και σε άλλο σημείο της πόλης. Το 1945, οι Αστοί του Καλαί μεταφέρθηκαν μπροστά στο δημαρχείο της πόλης και τοποθετήθηκαν σχεδόν στο επίπεδο του εδάφους, όπως είχε προτείνει ο Ροντέν.» (της Νάταλης Σάκκουλα από την «Καθημερινή»)