«Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και αντιφατικές φωνές που ύμνησαν την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία: επικός αλλά και βαθύτατα λυρικός στον τόνο, διδακτικός αλλά και δεικτικός, επαναστατικός και συγχρόνως (ή μήπως γι’ αυτό;) ερωτικός· και άλλα ακόμη: ηγετική φυσιογνωμία των φουτουριστών ποιητών που πειραματίζεται υφολογικά πάνω σ’ ένα στίχο γεμάτο εμπιστοσύνη στο μέλλον και συνδέει την ποιητική ανανέωση με την κοινωνική ανατροπή, χωρίς να πάψει ποτέ να προβάλλει ακόμη και στα πιο πολιτικά του ποιήματα το αίτημα της προσωπικής έκφρασης, όπως ισχυρίζεται ο Γ. Ρίτσος . Από τη μία πλευρά, επίσημος ποιητής της Σοβιετικής Επανάστασης και από την άλλη, ιδεολογικά «ύποπτος» σε μια εποχή που «σπατάλησε τους ποιητές της» και τους οδήγησε στην αυτοκτονία ή/και στη σιωπή, σύμφωνα με τον Roman Jakobson , ο Μαγιακόφσκι επιλέγει την αυτοκτονία ως ύστατη ποιητική και πολιτική πράξη, όπως φαίνεται από το σημείωμα που αφήνει , αν και μόλις τέσσερα χρόνια πριν έχει ποιητικά αποκρούσει την αντίστοιχη επιλογή του Γιεσένιν. Βεβαίως, η επίσημη ανακοίνωση του Κόμματος αμήχανα προσπαθεί να απογυμνώσει την κίνηση αυτή από το πολιτικό της βάρος, που μόνο ο Τρότσκι το αναγνωρίζει .
Ωστόσο όλα αυτά φαίνονται ακόμη μακρινά, όταν διαβάζουμε το «Ξελασπώστε το μέλλον». Το ποίημα αυτό, στο οποίο θα είχε κανείς πολλά να προσάψει με πρώτο τον διδακτισμό του, φανερώνει παράλληλα και μια σημαντική πτυχή της ποίησης του Μαγιακόφσκι: τη διαρκή διασύνδεση της επαναστατικής ιδεολογίας με την καθημερινή πρακτική και πραγματικότητα.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=U_WitwCRgUU&w=425&h=350]
Στο πλαίσιο αυτό, στο «Σύννεφο με παντελόνια», διαπλέκονται η εικόνα του ποιητή-αποστόλου της επανάστασης με την εικόνα του γεμάτου πάθους εραστή.
Πρόλογος
Τις σκέψεις σας
που ρεμβάζουν μέρα-νύχτα στο πλαδαρό κεφάλι σας
σα χοντρομπαλάς λακές ξαπλωμένος σε λιγδιασμένο καναπέ
θα τις κεντρίζω με το πιο μικρό ματόβρεχτο κομμάτι
της καρδιάς μου
όντας μαζί θρασύς και κυνικός θα σας
γελοιοποιώ συνέχεια και συνέχεια.Στην ψυχή μου ούτε για δείγμα άσπρη τρίχα δεν υπάρχει
ούτε καθόλου γεροντίστικη ευγένεια!
Τον κεραυνό της φωνής μου παντού ξαποστέλλω
και τραβώ το δρόμο μου – όμορφος
εικοσιδυό χρονώ παληκαράς
Ω τρυφεροί εραστές
σε άμιλλες βιολιών.
Ο άξεστος αμιλλάται με τύμπανα.
Μπορεί μήπως κανένας σας να γυρίσει τα μέσα έξω
κι έτσι, ακρωτηριασμένος κι ασώματος, νάχει μονάχα
χείλια;Σας παρακαλώ αγγελική κι αγέλαστη
Δεσποινίς Μη-Μου-‘Απτου,
ελάτε να γίνω δάσκαλός σας.
Ελάτε κι εσείς, που τόσο ψυχρά ξεφυλλίζετε τα χείλια
σας.
σα μαγείρισσα τον τσελεμεντέ της.Αν μάλιστα θέλετε
θάμαι μανιακός, όλο σάρκα
ο αντίποδας ενός ευγενούς ειδυλλίου.Ή,
γλυκός και ντελικάτος, αν έτσι σας κάνει κέφι·
όχι άντρας πια, μα ένα σύννεφο με παντελόνια.
Ποτέ δε θα πιστέψω στην ανθισμένη Νίκαια.
Σήμερα, για μια φορά ακόμα, τραγουδάω τη δόξα
των ανδρών που αμάρτησαν ώσπου ‘πέσαν ξεροί απ’ την
ακολασία
των γυναικών που ξεθώριασαν σαν παλιά φθαρμένη ιστορία.2.
Δοξάστε με!
Τι τάχα να ‘ναι σπουδαιότερο από μένα;
Σ’ όλη τη δημιουργία βάζω ΜΗΔΕΝ.Διάβασμα;
Ό,τι κυρίως αντιπαθώ! Βιβλία;
Τι πλήξη!
Μέχρι τώρα ήμουν της γνώμης
ότι τα βιβλία γράφονται κάπως έτσι:
Έρχεται λοιπόν ο ποιητής,
αποσφραγίζει με άνεση τα χείλια του
και κατόπιν τραγουδάει, με έμπνευση ο γέρο-αφελής,
παρακαλώ, κύριοι, παρακαλώ!Μα η πραγματικότητα είναι άλλη.
Προτού καλά-καλά αρχίσει να τραγουδάει,
όλοι εσείς περπατάτε βράζοντας στο ζουμί σας,
την ίδια ώρα που στη λάσπη της καρδούλας σας κυλιέται με λαγνεία εκείνος ο ανόητος χάνος: η φαντασία.
Κι ενώ ο δρόμος κουλουριάζεται αμίλητος, λες παντομίμα,
τούτος ‘δώ ο γερο-ηλίθιος ψήνει στη σκάρα του
περιστέρια κι αηδόνια, καρυκεύοντάς τα με λογιών ρυθμούς.Και ‘μεις ματαιόδοξοι όσο ποτέ, ξαναχτίζουμε
τις πόλεις μας – πύργους της Βαβέλ·
για να ‘ρθει μετά ο Θεός
να τις κατεδαφίσει
ανακατεύοντας λέξεις, ξεφωνητά και τραυλίσματα.
Στο Σύννεφο με παντελόνια διακρίνουμε όλα τα υφολογικά χαρακτηριστικά του μαγιακοφσκικού λόγου: τη ρήξη με το παρελθόν, την αθυροστομία, τον εξηρμένο λόγο, τις τολμηρές μεταφορές, “πραγματοποιημένες” σύμφωνα με την ορολογία των φουτουριστών, δηλαδή αναπτυγμένες (μετωνυμικά) από τον ίδιο τον ποιητή, μα πάνω απ’ όλα το “θάμβος”, όπως το ονομάζει ο Ρίτσος, την υπερβολή στην προβολή ορισμένων στοιχείων και κυρίως στην αυτο-προβολή του ποιητικού “εγώ”…Το εκτενές ποίημα «Ο άνθρωπος» , αποτελεί ποιητική αυτοβιογραφία του Μαγιακόφσκι, κατά την οποία κάτω από το μεταφορικό σχήμα: γέννηση – ζωή – πάθη – θάνατος/ανάληψη – δευτέρα παρουσία, παρακολουθούμε τον ποιητή – προφήτη – πάσχοντα τον “νυν” και τον “αεί”.
«Η γέννηση του Μαγιακόβσκη»
Οι ηλίθιοι ιστορικοί, ενθαρρυμένοι απ’ τους συγχρόνους, ας γράψουν αν θέλουν: “Αυτός ο αξιοσημείωτος ποιητής έζησε μιαν ανιαρή ζωή, χωρίς ενδιαφέρον.”
Ξέρω
πως οι αμαρτωλοί
βογγώντας μες στην κόλαση
δε θα επικαλεστούνε τ’ ονομά μου.
Στων ιερέων τα χειροκροτήματα
η αυλαία μου δε θα πέσει μπρος στο Γολγοθά.
Θα πάω απλά – απλά
να πάρω τον καφέ μου
στο Θερινό Κήπο.Στον ουρανό της Βηθλεέμ μου
κανένα σήμα δεν έλαμψε.
Κανένας δεν εμπόδισε τους μάγους
με τα βοστρυχωτά κεφάλια
να κοιμηθούν
μέσα στον τάφο τους.
Η μέρα της καθόδου μου σ’ εσάς
είταν απόλυτα
ως την απελπισία κατάομοια με τις άλλες.
Και κανένας
δε σκέφτηκε
να μεμφθεί τ’ άστρο το γειτονικό
για έλλειψη σεβασμού:
“Αστέρι
γιατί μια λάμψη τέτοια οκνηρίας;”
Εάν ενός ανθρώπου η γέννηση
δικαίωμα στην τιμήν αυτή δεν έχει
μήπως
αστέρι την επιφυλάσσεις
για τον διάβολο;Κρίνετε μόνοι:
Όταν στα δίχτυα πιάνουμε
ένα μικρό, ομιλητικό ψαράκι
τραγουδούμε
ανυμνούμε το ψαρίσιο
ολόχρυσο θαύμα.
Πώς εγώ να μη δοξάζω τον εαυτό μου
μια και ολάκερος
είμαι ένα απίστευτο θαύμα
μια και κάθε μου κίνηση
είναι ένα πελώριο
ανεξήγητο θαύμα;Κοιτάχτε,
θαυμάστε από κάθε μεριά
αυτή την πενταπλή ακτινοβολία.
Αυτό ονομάζεται “τα χέρια”.
Ένα ζευγάρι θεσπέσια χέρια!
Παρατηρήστε με καλά
πώς δύναμαι να τα κινώ απ’ τα δεξιά στ’ αριστερά
κι από τ’ αριστερά στα δεξιά.
Παρατηρήστε με καλά
πώς δύναμαι
να διαλέγω τον πιο όμορφο λαιμό
κι ολόγυρά του να τυλίγομαι.Ανοιχτέ το κιβώτιο του κρανίου μου,
θα δείτε να σπιθοβολά εκεί μέσα
το πιο πολύτιμο πνεύμα.
Υπάρχει κάτι
που νάναι ακατόρθωτο για μένα;
Αν θέλετε
θα εφεύρω
ένα καινούργιο ζώο.
Θάχει
δυο ουρές
και τρία πόδια…
Τελευταίο ποίημα αυτού του κύκλου είναι το “Ο αυτοαγαπώμενος συγγραφέας…” , το οποίο σε μια έξαρση ναρκισσισμού αλλά και αυτοσαρκασμού ο ποιητής το αφιερώνει στον εαυτό του: “Ποιοι Γολιάθ μ’ έχουν συλλάβει/τόσο μεγάλον/κι ανώφελον τόσο;”, αναρωτιέται χαρακτηριστικά σ’ αυτό. Η προηγούμενη ερωτηματική διατύπωση αποβαίνει κρίσιμης σημασίας, όταν θελήσουμε να εξετάσουμε την ποιητική του Μαγιακόφσκι, η οποία φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από δύο έννοιες: της ποιητικής ωφέλειας (ο ποιητής ωφέλιμος ή ανώφελος για τον κόσμο) και της ποιητικής οφειλής (του ποιητικού χρέους απέναντι στον κόσμο). Την εικόνα του ποιητή-χρεώστη περιγράφουν οι σύντομες ενότητες με τίτλο «Συνομιλία με ένα φοροεισπράκτορα περί ποιήσεως» , όπου η ποιητική του χρέους ξεδιπλώνεται, όπως και σε ολόκληρο το έργο του Μαγιακόφσκι, με τη διπλή της έννοια: α) της πολιτικής ηθικής και β) της σχέσης του ποιητή με το μέλλον, σχέσης “ανοιχτού λογαριασμού”.
Σε “ανοιχτή συνομιλία” με το μέλλον βρίσκεται ο ποιητής και σε ένα από τα τελευταία ποιήματά του με τίτλο «Με όλη μου τη φωνή …»
Σύντροφοι απόγονοι,
ακούστε με καλά
εμέ τον αγκιτάτορα
τον αρχιφωνακλά.
Εγώ, βουβαίνοντας
της ποίησης τους κελαριστούς κρουνούς,
τα λυρικά τομίδια
θα δρασκελήσω
κι ως ζωντανός προς ζωντανούς
θα σας μιλήσω.
Θαρθώ κοντά σας
στο μακρινό σας μέλλον το κομμουνιστικό,
όχι σαν ένας
γεσενο-παρατροβαδούρος.
Των αιώνων τις οροσειρές
και των ποιητών και κυβερνήσεων
τις κεφαλές,
ο στίχος μου θα δρασκελήσει ντούρος.
Ο στίχος μου σ’ εσάς θα φτάσει
ως το τέρμα
όχι όμως σαν του ερωτιδέα
λυρική σαϊτιά,
όχι καθώς στο νομισματολόγο φτάνει
ένα τριμμένο κέρμα,
όχι καθώς το φως μας φτάνει από νεκρών άστρων ματιά.
Ο στίχος μου
τον όγκο των ετών
θα σκίσει
και θα προβάλει
βαρύς,
τραχύς,
μα κι ορατός ακόμη,
ως έφτασε μέχρι τις μέρες μας
το υδραγωγείο πούχαν χτίσει
οι δούλοι κάποτε
στη Ρώμη.
Στους τύμβους των βιβλίων, όπου το στίχο,
ενταφίασαν,
όταν τυχαία θα βρίσκετε γραμμών ελάσματα,
να
τα ψαύετε με σέβας, σαν
παλαιά μα τρομερά
άρματα.
Συνήθεια εγώ δεν τόχω
τ’ αυτί να κανακεύω
με λόγια κ’ ήχους
με σαχλογαργαλίσματα
δε θα το κοκκινίσω
τ’ αυτάκι το παρθενικό
κάτω από τους βοστρύχους.
Εγώ, όλες τις σελίδες μου για επιθεώρηση
θα παρατάξω
και μπρος στ’ αλφαδιασμένο μέτωπό τους
θα περάσω.
Οι στίχοι μου στέκουν βαρείς
σαν με μολύβι καμωμένοι,
για θάνατο έτοιμοι και για
την αθάνατη δόξα των ετών.
Τα ποιήματα στέκουν ασάλευτα,
κ’ οι τίτλοι τους παραταγμένοι
κάννη την κάννη
επί σκοπόν.
Και το πιο αγαπημένο
απ’ όλα τα όπλα μου
τα προτιμημένα,
το πιο ετοιμόλογο
και πιο επιθετικό,
των σαρκασμών
το ευθύβολο ιππικό,
στέκει με των ομοιοκαταλήξεών του
τ’ ακόντια ζυγισμένα.
Στο ποίημα αυτό τίθεται το ζήτημα της καλλιτεχνικής στράτευσης ως προσωπικής επιλογής η οποία και διαχωρίζεται από τον άνωθεν επιβεβλημένο ιδεολογικό έλεγχο. Ας μη ξεχνούμε ότι τα χρόνια αυτά το τιμόνι έχει πάρει ο Στάλιν και η πορεία έχει αρχίσει να διαγράφεται ήδη…Ο Μαγιακόφσκι αυτοκτονεί το 1930. ‘Eχει ήδη διαβλέψει και σαρκάσει κυρίως στα θεατρικά του έργα την αρχόμενη τάξη των γραφειοκρατών και των “σφογγοκολάρων ποιητών”. Το 1934 το Πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων που αριθμεί 591 συνέδρους, εκ των οποίων 40 από ξένες χώρες (από την Ελλάδα έχουν κληθεί ο Βάρναλης και ο Γληνός) επισφραγίζει το πέρασμα από τον συμβολικό στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και εγκαινιάζει μια εποχή εξοστρακισμών, διώξεων και περιθωριοποιήσεων που θα κορυφωθεί με τις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1937 (βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Λογοτεχνία και Πολιτική. Τα περιοδικά της Αριστεράς στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 1996, σσ.311-364). (η επιλογή του υλικού έγινε από τα ερμηνευτικά κείμενα υποστήριξης του greek-language.gr).
*Μελετήστε και αξιολογήστε την εργασία του Δημήτρη:«Μαγιακόφσκι, Ξελασπώστε το μέλλον»