Η ποίηση του P. Eluard θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια αδιάκοπη άσκηση επάνω στην «αποκαλυπτική απλότητα». Ο τρόπος που ο Eluard προσεγγίζει το υπερρεαλιστικό merveille (θαύμα) δεν είναι άλλος από την ισχυρή επιθυμία για απλότητα στην έκφραση και τον αγώνα για την κατάκτηση της λέξης που θα την ενσαρκώσει. Αν θέλουμε να αναλύσουμε τη διπλή αυτή τάση σε αναγνωστικές οφειλές, θα λέγαμε ότι αυτές ζυγίζονται ανάμεσα στη σκιά του Jules Roman και του Guillaume Apollinaire, ανάμεσα σε μια απάντηση στον ερμητισμό του συμβολισμού, που να προκρίνει την απλή και κατανοητή χρήση της λέξης, και σε μια ποίηση της μουσικής υποβολής και της χρωματικής εικονογραφίας. Επιπλέον, οι φωνές του Ηράκλειτου, του J. P. Sartre, του Rimbaud και του Baudelaire, αλλά και της μεγάλης «ανακάλυψης» του υπερρεαλισμού, του Lautréamont, κατοικούν τις λέξεις του Eluard και διαμορφώνουν την ποιητική του φυσιογνωμία. Με τον ίδιο τρόπο ζωγράφοι, όπως ο Magritte, ο Miró, ο Dali, ο Picasso και κυρίως ο Marx Ernst, που μοιράστηκαν τη φιλία του ποιητή τη δεκαετία 1920-1930 και στους οποίους αφιερώνει τα κείμενά του στο Donner à voir, διαμόρφωσαν το ποιητικό του βλέμμα. Το βλέμμα εξάλλου, η εν-όραση, γίνεται δεσπόζουσας σημασίας για τον υπερρεαλισμό, όχι μόνο ως τρόπος αναμόρφωσης της πραγματικότητας αλλά κυρίως ως τρόπος επικοινωνίας με τις «μυστικές αποκρίσεις του υποσυνείδητου». Ύστερα από το 1922 που είναι η χρονιά των «μεγάλων υπνωτικών λόγων» του Robert Desnos, το βλέμμα που ονειρεύεται, αν μπορούμε να το διατυπώσουμε κάπως έτσι, γίνεται κεντρικό και στην ποίηση του P. Eluard.
Στο ποίημα «Να κοιμάσαι» συναντούμε πολλά από τα χαρακτηριστικά μοτίβα της ποίησης του Eluard: πέρα από το βλέμμα, τα σώματα-καθρέφτες, τα τέσσερα στοιχεία της φύσης ανακατανεμημένα ποιητικά, είναι κυρίως ο έρωτας, που δεμένος άρρηκτα με τη ζωή, γίνεται ταυτόχρονα η δυνατότητα και το πέρασμα στη σκοτεινή περιοχή του θανάτου (ύπνος), ώστε αυτός να νικηθεί μέσα από την ποιητική ανατροπή του· όλα αυτά τα στοιχεία επιστρέφουν σε πολλά από τα ποιήματα του Eluard. Η ερωτική-ποιητική ματιά αναπλάθει τον κόσμο για να αποδώσει την αποκαλυπτική διάσταση της ερωτικής – ποιητικής πράξης και των επιπτώσεών της στην υπέρβαση του συμβατικού χρόνου.
[youtube=https://www.youtube.com/watch?v=KPCOKY3zJe0&w=425&h=350]
Η ποίησή του με κεντρικό μοχλό της όχι πλέον τον μεταφορικό λόγο αλλά τη μεταμορφωμένη εικόνα, είναι ακόμη και στις πιο καθαρά ερωτικές στιγμές της, συνολικά επαναστατική. Η μεταμόρφωση ως τρόπος, εξάλλου, δεν είναι άλλο από την απόπειρα της γλώσσας να υπερβεί τα όριά της, να έρθει σε ρήξη με την πραγματικότητα, όπως αμοιβαία την ορίζει και ορίζεται από αυτήν. Από την άποψη αυτή, η διείσδυση στην περιοχή του ονείρου που είναι η περιοχή της μεταμόρφωσης για τον Eluard, αποτελεί συνειδητή προσπάθεια να δούμε πέρα από τα όρια που μας επιβάλλει το σώμα μας και κάτω από τη φαινομενική ακαμψία των έμψυχων και άψυχων.
Ο Ελύτης θα γράψει για τον Eluard:
«Μια κριτική, πιο συγκεκριμένη, επάνω στο έργο του Paul Eluard, προϋποθέτει γνώση του Υπερρεαλισμού και παράλληλη ανάλυση όλων των τάσεων που παρατηρούνται σήμερα μέσα στην Ευρωπαϊκή ποίηση. Ένα τέτοιο πράγμα θα μ’ έκανε να βγω από τον προορισμό του πληροφοριακού αυτού σημειώματος. Τα μόνα, νομίζω, που είναι ανάγκη να ειπωθούν σχετικά με το έργο του, είναι τα εξής:
α) Το ξάφνιασμα που δοκιμάζει κανείς από την πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων του Eluard, οφείλεται στην ταυτόχρονη συνύπαρξη ενός πλήθους πρωτοτυπιών (και ιδιοτροπιών θα έλεγε κανείς ακόμα) τόσο στην έκφραση όσο και στην τεχνική. Φανατικός αντιρρητορισμός, αποσπασματικότητα, κατάργηση των σημείων της στίξης, τολμηρότατο μεταχείρισμα του επιθέτου, στίχος, τις περισσότερες φορές, σύντομος αλλά εξαιρετικά περιεκτικός. Ποτέ δε θα βρεθεί κανείς μπροστά σε μιαν ομαλή και περιγραφική εξέλιξη του ποιήματος. Με τη μεγαλύτερη ευκολία αλλά και με τη μεγαλύτερη τέχνη ο ποιητής, πηδάει από τη μια έννοια στην άλλη, από τη μια εικόνα στην άλλη. Και η πνευματική του αυτή ευκινησία, του επιτρέπει να παραλείπει ολόκληρους ελιγμούς συλλογιστικούς που, αν είναι απαραίτητοι στον πεζό λόγο, εδώ, στον ποιητικό, απεναντίας, πρέπει να αφαιρεθούν για να δοθεί καλύτερα η ατμόσφαιρα του μαγικού και του υπερλογικού, που τόσο μας γοητεύει. Ένας τρόπος όπως αυτός, βοηθεί και σε κάτι άλλο που είναι ίσως το μεγαλύτερο μυστικό της μοντέρνας ποίησης : να σμίξουν οι δύο πιο ξένες για την κοινή λογική, έννοιες, τα δυο πιο απομακρυσμένα στην καθημερινή τους χρήση, στοιχεία, σ’ ένα επίπεδο ανώτερο και -σχετικά με το βιασμό της πραγματικότητας που επιτρέπει – καθαυτό ποιητικό. Το σμίξιμο αυτό ακριβώς είναι που εξασφαλίζει μιαν απροσδόκητη και αχτιδοβόλα παρουσία, που κάνει την ποίηση άμεση και αυτούσια, δίνει στις εικόνες ένα απέραντο έδαφος ελευθερίας, πρωτοτυπίας και πλούτου.
β) θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάθε ποίημα του Eluard είναι ένα μικρό βασίλειο εικόνων. Αλλά τι εικόνων! Δεν πρόκειται πια εδώ για μιαν αριστοτεχνική περιγραφή εξωτερικών τοπίων ή στοιχείων που πέφτουν φωτογραφικά σ’ ένα δέκτη ψυχικό, εντυπώσεων επιφανειακών που ζητάνε αποκρυστάλλωση μέσα στο λόγο. Όλος ο κόσμος για τον Eluard έχει προηγουμένως διαλυθεί στα πρωταρχικά του στοιχεία κι έχει ξανασυντεθεί με μιαν ολότελα καινούργια νοοτροπία, που ανταποκρίνεται σε μια γνήσια και σύγχρονη ευαισθησία. Το κήρυγμα του Rimbaud για ένα dereglementdetouslessens, έχει βρει μαζί του μια θριαμβευτική εφαρμογή.
Αβίαστη εξωτερίκευση του υποσυνειδήτου μες από καταρράχτες εικόνων τόσο δυσκολοσύλληπτων για ένα μυαλό περιορισμένο στην καθημερινή πεζότητα, που ξαφνιάζουν στην αρχή μα που υστέρα, σιγά-σιγά, γοητεύουν, συναρπάζουν και κατακτούν. Πουθενά δεν υπάρχει μια σκέψη ανοιχτή που θα μπορούσε ίσως να γίνεται πιο κατανοητή και προσιτή στον αναγνώστη μα που θα νόθευε τον αγνό ποιητικό τόνο και θα διέλυε την ατμόσφαιρα της μαγείας όπου, μέσα της, ζουν βουτηγμένα τα πάντα, η γνωριμία με τον εσωτερικό του κόσμο, το προχώρεμα στα βάθη της ύπαρξης του, δε γίνεται παρά με εικόνες και μες από εικόνες-συναισθήματα, που δονούνται ως τις πιο κρυφές ρίζες τους χαρίζοντας έναν αντίκτυπο, το ίδιο βαθύ, στον αναγνώστη.
Συνέπεια όλων αυτών είναι το γεγονός ότι κανένα από τα ποιήματα αυτά δεν έχει θέμα συγκεκριμένο. Είτε υπάρχει τίτλος είτε δεν υπάρχει, κανένα ποίημα δεν πραγματεύεται τίποτε το καθορισμένο apriori. Ό,τι μας δίνει ο δημιουργός του, βγαίνει σαν πλατιά και σκορπισμένη διάθεση από το σύνολο των πηγαίων αυτών οραμάτων. Κύκλοι διαφορετικών διαθέσεων διαμορφώνονται υστέρα σαν αποτέλεσμα και από τη μελέτη τους συλλαμβάνει κανείς τη μεγάλη μορφή του ποιητή στις πιο διαφορετικές της φάσεις.
γ) Κατά τον Benjamin Cremieux, η σημαντικότερη διαφορά της νέας ποίησης από την παλαιά, βρίσκεται στον τρόπο που κάθε μια απ’ αυτές ζητά να επιδράσει πάνω στο συναισθηματικό άνθρωπο. Ενώ δηλαδή άλλοτε, το ποίημα έθετε πρώτα σε κίνηση το μυαλό για να γίνει κατανοητό και με την κατανόηση του αυτή να προκαλέσει μια συγκίνηση ορισμένου βαθμού, σήμερα το ποίημα επιδιώκει να συγκλονίσει ολόκληρο το ψυχικό και υλικό είναι μας, προκαλώντας μιαν άμεση συγκίνηση, ανεξάρτητη απ’ την αρχική νόηση. Για πρώτη φορά πλησιάζουνε τόσο τα μυστήρια τους δύο κόσμοι ψυχικοί. Για πρώτη φορά το διάστημα που χωρίζει την Ποίηση απ’ τον άνθρωπο, λιγοστεύει τόσο ο δρόμος πια είναι ανοιχτός κι ελεύθερος. Είναι ακριβώς ο δρόμος ενός ποιητή όπως ο Eluard. Ό,τι γράφει, φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης, βγαλμένης από το άθροισμα των ονείρων μας.