Ο Διονύσιος Σολωμός είναι μια από τις εξέχουσες λογοτεχνικές μορφές του ευρωπαϊκού ρομαντικού κινήματος. Στόχος αυτού του κειμένου είναι να διερευνήσει το ποιητικό του έργο, εστιάζοντας πάνω σε μια κριτική ανάγνωση η οποία θα αποκαλύψει τις ρομαντικές ποιότητες οι οποίες δημιούργησαν τον ιδιαίτερο αισθητικό χαρακτήρα του έργου του, τοποθετώντας τις καλλιτεχνικές εμπνεύσεις και προσανατολισμούς του Σολωμού μέσα στην πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής του.
Όπως γνωρίζουμε, κυρίως από τον πολύτιμο φίλο του, βιογράφο και πρώτο εκδότη του, τον Ιάκωβο Πολυλά, ο Σολωμός υπήρξε ένα ανήσυχο πνεύμα που διέθετε ένα αληθινό πάθος για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Στην Ιταλία, σπούδασε τη λατινική και ιταλική λογοτεχνία και αφιερώθηκε κυρίως στην ανάγνωση των μεγάλων ποιητών: του Βιργίλιου, του Dante Alighieri, του Torquato Tasso και του Πετράρχη. Οι σπουδές του επηρεάστηκαν από τους διακεκριμένους ιταλούς συγγραφείς, όπως τον φημισμένο ποιητή Ugo Foscolo, μία από τις εξέχουσες μορφές του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, του οποίου το έργο θαύμαζε ο Sir Walter Scott, και τον λογοτεχνικό κριτικό Vicenzo Monti.
Κατά την ίδια περίοδο, ο Διονύσιος Σολωμός άρχισε να διαμορφώνει το δικό του ποιητικό έργο, γράφοντας ιταλικά. Συνέθεσε αρκετά ποιήματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το La Distruzione di Gerusalemme (Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ) και την Ode per la prima messa (Ωδή για την πρώτη λειτουργία).
Διαβάζοντας αυτά τα πρώιμα ποιήματα, διαπιστώνουμε μια τυπική ρομαντική και φαντασιακή ατμόσφαιρα, που είναι εγγενής στις σολωμικές συνθέσεις. Τα μεγάλα ρομαντικά θέματα, όπως τα πάθη τού εσταυρωμένου Χριστού, η σύλληψη ενός μυστικιστικού και θρησκευτικού Υψίστου (sublime), η γεμάτη φαντασία εξέγερση του Σατανά ενάντια στην ιδέα ενός παντοδύναμου Θεού, εμπνέουν τις ποιήσεις του, επηρεασμένα κυρίως από τον Dante Alighieri και τον Torquato Tasso (που ήταν οι αγαπημένοι πρόγονοι των ευρωπαίων ρομαντικών ποιητών), καθώς και από τον Alessandro Monzoni, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε εκδώσει το φημισμένο ποιητικό του έργο “Inni Sacri”.
Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Σολωμός δεν υπήρξε απλά “οπαδός” του ρομαντικού κινήματος, τόσο μορφολογικά όσο και ως προς τη φιλοσοφία της τέχνης και τη θεωρία της ανθρώπινης πράξης. Ο Σολωμός υπήρξε συνδιαμορφωτής της ρομαντικής αντίληψης για τη λογοτεχνία και την ποίηση, ισάξιος των πλέον σημαντικών λογοτεχνικών μορφών της εποχής του: τον Wordsworth και τον Coleridge, τον Goethe και τον Holderlin.
Όταν το 1818 ο Διονύσιος Σολωμός αποφάσισε να επιστρέψει στο γενέθλιο νησί του στη Ζάκυνθο, ασφαλώς γνώριζε ότι θα παρέμενε εκεί. Με τη συντροφιά ενός φιλολογικού κύκλου φίλων του, συνέχισε να συνθέτει ποιήματα στα ιταλικά, καθώς και σάτιρες και πρόζες. Η γνώση που διέθετε για την ποιητική παραγωγή της εποχής του είναι αξιοσημείωτη. Μελέτησε την αγγλική ποίηση και πεζογραφία, και τα έργα των Milton, Byron, Shelley και Coleridge που προσέφεραν τις πηγές μιας πλούσιας έμπνευσης.
Αλλά το κρίσιμο σημείο της στροφής του στην ποιητική του παραγωγή συνέβη το 1822, όταν συνάντησε τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Κάτω από την επίδραση του Τρικούπη, ο Σολωμός άρχισε πλέον να γράφει στην ελληνική: δηλαδή στη μητρική του γλώσσα. Βέβαια, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Σολωμός ήλθε από την Ιταλία έχοντας στην ψυχή του και στον νου του το ιδεώδες του Dante Alighieri (ένα ιδεώδες που το διατήρησε μέχρι τον θάνατό του): Επιθυμούσε να δημιουργήσει όχι μόνο μια καινούργια ελληνική λογοτεχνία, αλλά, ακολουθώντας το παράδειγμα του Dante, να δημιουργήσει μια καινούργια ελληνική γλώσσα. Γλώσσα, ποίηση και ελευθερία αποτελούσαν για τον Σολωμό μια απόλυτη ενότητα, και έτσι η προτροπή του Τρικούπη λειτούργησε πάνω του ως ένα ισχυρότατο ερέθισμα για τις καλλιτεχνικές του επιδιώξεις.
Η επιστροφή του Σολωμού στην καθομιλούμενη ελληνική γλώσσα υπήρξε ένα σημαντικό πρόταγμα, ανάλογο με εκείνο που ακολουθούσαν και άλλοι ευρωπαίοι ποιητές της ρομαντικής εποχής. Και αυτοί επίσης έπρεπε να αγωνισθούν ενάντια στην απαρχαιωμένη ποιητική γλώσσα τού 18ου αιώνα. Και αυτοί έπρεπε να επιστρέψουν στην καθομιλούμενη γλώσσα του λαού, και μέσω μιας οξυδερκούς παρατήρησης των καθημερινών πραγμάτων και μιας επιλογής τής αληθινής γλώσσας σε μια κατάσταση ζώσης εναίσθησης, να αποκαταστήσουν, μέσα στο άψυχο σώμα της ποίησης, τη δύναμή της, τη ζωντάνια της και την απλότητά της.
Η πρώτη ελληνική σύνθεση του Σολωμού ήταν ένα μικρό ποίημα με τίτλο “Η Ξανθούλα”. Όμως ο Σολωμός δεν ήταν ο ποιητής μικρών ποιημάτων: “μετά από λίγες μέρες άρχισε να συνθέτει τον Ύμνο του στην ελευθερία, τον οποίο ολοκλήρωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα”. Ο Ύμνος στην Ελευθερία καθιέρωσε τη φήμη του Σολωμού ως μεγάλου ποιητή. Ο ένθερμος ενθουσιασμός του προς την ελευθερία, η απεριόριστη αντίθεσή του προς τις σκοτεινές δυνάμεις της ανελευθερίας, η παρότρυνσή του προς τον λαό να απαλλαγεί από μια σκληρή τυραννία, έκαναν τον «Ύμνο» ένα μανιφέστο του προοδευτικού ρομαντισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι μεγάλοι γάλλοι ρομαντικοί ποιητές Victor Hugo, Lamartin και Chateaubriand τον χαιρέτισαν με ενθουσιασμό. Ο Alessandro Manzoni σκόρπισε τη φήμη του στον λαό της Ιταλίας. Πρέπει, ωστόσο, εδώ να προσθέσω ότι ο «Ύμνος στην Ελευθερία» του Σολωμού παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τη σύνθεση του άγγλου ρομαντικού ποιητή Persy Bysshe Shelley “Ode to liberty”, που γράφτηκε το 1820∙ oμοιότητες οι οποίες δεν προέρχονται από μια απ’ ευθείας επιρροή, αλλά από έναν κοινό μύθο και ένα κοινό υπόβαθρο ιδεολογικό που το μοιράζονταν όλοι οι ευρωπαίοι ρομαντικοί.
Όμως, η κυριότερη ποιητική σύνθεση του Σολωμού κατά την περίοδο 1823-1833 είναι αναμφισβήτητα το αφηγηματικό ποίημα “Ο Λάμπρος”. Στη σύνθεση αυτή αναγνωρίζουμε ένα αυθεντικό ρομαντικό έργο, ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Οι θεματικές του ποιήματος είναι τυπικά ρομαντικές: Ο σατανικός χαρακτήρας του ήρωά του Λάμπρου, που παραμένει ευγενής μέσα στα εγκλήματά του, “καθαρός μέσα στον σατανισμό του”∙ η ενασχόληση με τον θάνατο και την τρέλλα∙ η σημαίνουσα συμβολή της αιμομιξίας∙ το δαιμονικό Ύψιστο που συνδυάζεται με τον εμψυχωμένο έρωτα της ελευθερίας∙ το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας∙ το όνειρο ως υπέρτατη πραγματικότητα∙ το παθητικό τραγούδι∙ ο τρόμος του εφιάλτη. Η σύνθεση είναι γραμμένη σε ottava rima, μια ποιητική μορφή κοινή στους ευρωπαίους ρομαντικούς, την οποία είχε επεξεργασθεί κυρίως ο Lord Byron.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=GLw8A3h2p8E&h=350&w=425]
Το 1833 δεκαέξι στροφές του “Λάμπρου” δημοσιεύθηκαν στην “Ιόνιο Ανθολογία”, χωρίς το όνομα του ποιητή. Μετά τη δημοσίευση, ο Σολωμός είπε στον φίλο του Ιάκωβο Πολυλά: “ο Λάμπρος θα παραμείνει απόσπασμα”. Πρόκειται, πράγματι, για μια τυπική ρομαντική δήλωση. Στην πραγματικότητα, όλα τα ποιητικά έργα του Σολωμού παρέμειναν αποσπασματικά. Είναι φανερό ότι για τον Σολωμό (όπως και για τους Coleridge και Holderlin) ο υπέρτατος σκοπός της τέχνης ήταν το απόσπασμα. Και αυτός ήταν ο λόγος που, όπως έχει παρατηρηθεί, οδηγούσε τον Σολωμό από το ένα μη τελειωμένο έργο του στο άλλο, από τον ηρωικό στον μυστικιστικό ρομαντισμό, από την ελληνική γλώσσα στην ιταλική γλώσσα, και αντιστρόφως. Για τον Σολωμό, τα μέρη του ποιήματος δεν είναι δυνατόν να ενώνονται: η ενότητα και η συνέχεια ποτέ δεν μπορεί να εγκαθιδρυθούν, διότι είναι οι ελλείποντες δεσμοί εκείνοι που δημιουργούν την ομορφιά, δηλαδή την ομορφιά του αποσπάσματος το οποίο εκφράζει την αγωνία του καλλιτέχνη να συλλάβει το ανέφικτο άπειρο της Απόλυτης Αλήθειας.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της παραμονής του στη Ζάκυνθο, ο Σολωμός έγραψε το πιο λαμπρό από τα έργα του: τη “Γυναίκα της Ζάκυθος”. Το χειρόγραφο φέρει τη χρονολογία 1829 και η σύνθεσή του θα πρέπει να έγινε μεταξύ του 1827 και του 1828, λίγο πριν από την αναχώρησή του για την Κέρκυρα. Το έργο είναι γραμμένο σε πρόζα, σύμφωνα με την αισθητική πεποίθηση του Σολωμού (κοινή στους ευρωπαίους ρομαντικούς) να χρησιμοποιούνται πεζοί ρυθμοί στην ποίηση και λυρική πρόζα στην πεζογραφία. Όπως παρατηρεί ο λογοτεχνικός κριτικός Romilly Jenkins στο βιβλίο του για τον Σολωμό, εδώ ο αφηγητής είναι ο Διονύσιος Ιερομόναχος, ο οποίος περιγράφει τη Γυναίκα της Ζάκυνθος και τα εγκλήματά της και μπορεί να δει ένα όραμα για την έσχατη καταδίκη της. Αυτή η εισαγωγή του προφητικού στοιχείου παρέχει στο έργο έναν ισχυρά αποκαλυπτικό τόνο, ο οποίος είναι εμπνευσμένος από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, και οσάκις καλούμεθα να ερμηνεύσουμε τους χαρακτήρες του έργου θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι είναι κατ’ εξοχήν συμβολικοί και προφανώς έχουν σχεδιαστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Το 1828 ο Διονύσιος Σολωμός περνά από τη Ζάκυνθο στην Κέρκυρα όπου θα ζήσει μέχρι τον θάνατό του. Η περίοδος της Κέρκυρας είναι η δημιουργικότερη περίοδος της ζωής του Σολωμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στρέφεται στη μελέτη της γερμανικής ποίησης και φιλοσοφίας. Μελετά τους γερμανούς ρομαντικούς φιλοσόφους και ιδιαίτερα τους Hegel, Schelling και Schiller και η ποίηση των Goethe, Schiller, Klopstock, Novalis προσελκύει το ενδιαφέρον του. Ταυτόχρονα, στρέφεται προς τη δημοτική ελληνική λογοτεχνία, και ιδιαίτερα στα δημοτικά τραγούδια και στη μεσαιωνική κρητική λογοτεχνία. Από ιστορικές πηγές γνωρίζουμε ότι ο Σολωμός μελετούσε συνεχώς το κρητικό επικό ποίημα “Ερωτόκριτος” του Βιτσέντζου Κορνάρου. Κάτω από την επίδραση αυτού του επικού ποιήματος άρχισε να συνθέτει την πρώτη μεγάλη σύνθεση της ώριμης περιόδου του: το ποίημά του “Ο Κρητικός”. Το τελευταίο και πλέον φιλόδοξο ποιητικό έργο του Σολωμού υπήρξε το ανολοκλήρωτο σύνθεμά του “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”. (άρθρο του Στ. Ροζάνη στην «Αυγή»)