Ο Καραβάτζιο στο συγκεκριμένο πίνακά του (1602-1603) απεικονίζει τη συντριβή του πένθους. Η σύνθεση οργανώνεται με σημείο αναφοράς τη μαρμάρινη πλάκα που θα ακουμπήσει το νεκρό σώμα του Ιησού για να προετοιμαστεί για την ταφή. Συμβολίζει το «θεμέλιο» (τη θυσία και την Ανάσταση) πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η εκκλησία. Ο άξονας που οργανώνει την προοπτική είναι η γωνία / κόχη της πλάκας. Το σώμα του Χριστού, τοποθετείται στο φωτεινό μέρος της σύνθεσης, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μορφές που πλαισιώνονται από το σκοτάδι (τεχνική της φωτοσκίασης). Ο άψυχος Ιησούς, μεταφέρεται ήπια από τους μαθητές του Νικόδημο (δεξιά) και Ιωάννη, με το Νικόδημο να «καλεί», με το βλέμμα του, το θεατή να συμμετάσχει. Πάνω από τον Ιωάννη, του οποίου το πρόσωπο φωτίζεται από το φως του Ιησού, ο ζωγράφος τοποθετεί την Παναγία που θρηνεί και δίπλα της τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Με λυτά τα μαλλιά της και σκυμμένο κεφάλι κρατώντας το μαντήλι, θυμίζει το χαρακτηριστικό επεισόδιο, όταν έπλυνε με τα δάκρυά της τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Η Παναγία, αντίθετα με την παράδοση των καλλιτεχνών της Αναγέννησης, απεικονίζεται γερασμένη – και όχι εξιδανικευμένη με την αιώνια νιότη- προσπαθώντας με το προτεταμένο χέρι της να αγγίξει, για τελευταία φορά το νεκρό της παιδί. Η Μαρία του Κλωπά, συγγενής της Παναγίας, θρηνεί, σε στάση απόγνωσης και ικεσίας ταυτόχρονα, με τα χέρια της υψωμένα προς τον ουρανό, ολοκληρώνοντας εμφατικά την τραγικότητα της σύνθεσης και αισθητοποιώντας τη σύνδεση ουρανού και γης με τη μεσολάβηση του Θεανθρώπου. Τα θρηνώντα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους σχηματίζοντας τρίγωνα, διάταξη που προσδίδει στη σύνθεση δυναμισμό και ένταση. Αυτή την ένταση «εξουδετερώνει» η ηρεμία που υποβάλλει το σώμα του νεκρού Χριστού. Ρεαλισμός και ανθρωποκεντρική προσέγγιση του θέματος, χωρίς υπερβατικές, θεολογικές εξιδανικεύσεις από τον «αιρετικό» Καραβάτζιο.