Αν θεωρήσουμε το Ρομαντισμό ως το κίνημα που γέννησε όλα τα πρωτοπόρα κινήματα της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, καθώς καθένα από αυτά εμπνέεται από το φιλοσοφικό και βιοθεωρητικό σύστημα των ρομαντικών αξιών και στηρίζει τη σχέση του με τη ζωή σ΄αυτές, καλό είναι να μελετήσουμε ξανά την ανάλυση του Στέφανου Ροζάνη για τη φύση και τις προεκτάσεις του ρομαντισμού ως «μιας αναιρετικής και ανατρεπτικής κοσμοαντίληψης» , όπως μας προτρέπει η Χριστίνα Σγουρομύτη, με το άρθρο της στην «Αυγή»:
«…από τον Baudelaire έως τους μοντερνιστές, η τέχνη συναντάει τους απόκληρους των αυλικών γιορτών, τους περιφερόμενους σαλτιμπάγκους, προβαίνει στο ξήλωμα κάθε ίχνους σοβαροφάνειας, επισημότητας και κομφορμισμού, με άλλα λόγια, επιτίθεται σε κάθε τί αστικό. Όμως, το πρωτοπόρο κίνημα αναβίωσης των τελετουργικών και των οραματισμών του μεσαίωνα, υπήρξε ο ρομαντισμός.
Ο Στέφανος Ροζάνης, στο παραδειγματικό του δοκίμιο για τον ρομαντισμό (Η Ρομαντική εξέγερση, Ύψιλον, Αθήνα 1987), παραθέτει από τον Wellek τα τρία θεμελιώδη κριτήρια που συγκροτούν την πρακτική του: φαντασία (στη θεώρηση της ποίησης), φύση (στη θεώρηση του κόσμου), σύμβολο και μύθος (στη θεώρηση του ποιητικού ύφους). Και τα τρία αυτά κριτήρια απορρέουν εμφανώς, όπως διατυπώνει ο συγγραφέας, από τις γενικότερες κατηγορίες του «υποκειμενισμού, του μεσαιωνισμού και της λαϊκής παράδοσης». Με μια ρητορεία που επανακάμπτει σήμερα, «η ερμηνευτική αυτής της παράδοσης δεν αντιπροσώπευε μόνον την αντίδραση του Ρομαντισμού στα σχήματα του ορθολογισμού και της μηχανοκρατίας του 18ου αι., αλλά συγχρόνως εντόπιζε τις φυσικές προδρομικές μορφές, μέσα από τις οποίες οι δημιουργοί ανεγνώριζαν τον εαυτό τους ως οργανική συνέπεια και συνέχεια ενός λησμονημένου οραματισμού». Κεντρικό σημείο στην ιστορία του ρομαντισμού απετέλεσε η κοινή νοσταλγία, καθώς «η αναβίωση του Μεσαίωνα υλοποιεί σε μεγάλο βαθμό την αναζήτηση μιας βαθύτερης σύνδεσης του Ρομαντισμού με το συναισθηματικό και βιωματικό του υπόβαθρο, από το οποίο αισθάνεται να προκύπτει». Απόρροια της εσωτερικής αυτής αναζήτησης είναι και η θρησκευτική καταγωγή του ρομαντισμού, η οποία όμως δεν αναφέρεται σε έναν αισιόδοξο χριστιανισμό της ελπίδας και της σωτηρίας, αλλά σε «έναν αδιέξοδο Μεσαίωνα των αιρετικών πυρών». Το παγανιστικό και καρναβαλικό στοιχείο επιβιώνει ως τελετουργικό ενός δυναμικού, σωματοποιημένου και εκφραστικού γεγονότος, μεταφορά του «διαμελισμένου Θεού» που έλκεται από το σταυρικό πάθος.
Όπως η θρησκευτική μύηση στον ρομαντισμό δεν μοιράζεται τα συναισθήματα της εξιδανίκευσης και της κατάνυξης του θείου, αντίστοιχα η ποιητική δημιουργικότητα δεν επαφίεται στα αρμονικά και υψηλά ιδεώδη του κλασικισμού. Το καθημερινό και το πραγματικό της λαϊκής χωρικής και χριστιανικής μεσαιωνικής παράδοσης αντιπαρατίθεται μέσω της ρομαντικής ερμηνευτικής figura προς το «αυλικό ρομάντσο, το οποίο οδηγεί μακριά από την πραγματικότητα της ζωής». Οι λεπτές αποχρώσεις της ρομαντικής εξέγερσης διαφαίνονται σε αυτό το φαινομενικό παράδοξο: σε αντίθετη κατεύθυνση από την αποφυγή της ζωής και της πραγματικότητας, η λειτουργία της figura ερμηνείας φέρνει τον μακρινό μύθο στην καθημερινή πραγματικότητα. Για τούτον ακριβώς το λόγο, δεν εξαλείφει αλλά, αντίθετα, εξαίρει τον ρόλο των ουτοπιών. Ο κόσμος της δημιουργικής φαντασίας «υλοποιεί την πρωταρχική ταύτιση της εγκοσμιότητας με το πάθος της υπερβατικότητας της εσωτερικής ύπαρξης και ανάγει τη χρονικότητα σε μια διαχρονική ουσία μεταστοιχειώσεων και αναβαθμών της ύλης». Χάρη στη μυθική υπόσταση της ουτοπίας, ο άνθρωπος μπορεί να αντλήσει τις συμβολικές του μορφές από μια χαμένη, αλλά αστείρευτη πηγή. Στην ερώτηση ποιά όντα κατοικούν ετούτες τις μακρινές ουτοπίες, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία: ανθρώπινα όντα ζουν εκεί, αλλά πρόκειται για ασυνήθιστους ανθρώπους. Είναι απόλυτοι δημιουργοί, εν ολίγοις, μια Ιδέα της ανθρωπότητας, ένα πρωτότυπο, ένας άνδρας που θα μπορούσε να είναι σχεδόν θεός, μια γυναίκα που θα μπορούσε να είναι θεά, ο μεγάλος Αμνήμων, ο καθαρός καλλιτέχνης, η συνείδηση της Γης και του Ωκεανού, μια όμορφη μάγισσα, ένας πανίσχυρος τυφώνας, ένα άγαλμα από τις Νήσους του Πάσχα. Από τον μεσαιωνικό μύθο της Cockaigne, έως την Belovede, χώρα χαμένη κάπου στις μακρινές στέπες της Ρωσίας, η βιολογική ακολουθία της ανάγκης-επιθυμίας-εκπλήρωσης αντιστρέφεται, ορίζοντας τη φυσική υπόσταση με πολιτισμικούς πλέον όρους. Η επιθυμία απελευθερώνεται και ταυτόχρονα αποδεσμεύεται από την ανταπόκριση στις ανάγκες∙ οι τελευταίες χάνουν την προσδιοριστική τους σημασία, ενώ, την ίδια στιγμή, η εκπλήρωση αναφέρεται σε έναν αέναα παροντικό και εφήμερο χρόνο. Η οικειοποίηση της προ-νεωτερικής χωρικής κουλτούρας μπορεί να μοιάζει με απλή νοσταλγία για ένα αγροτικό παρελθόν, όμως το όνειρο μιας απεριόριστης προφοράς η οποία γεννά μια ακατάσχετη ζήτηση, που βρίσκεται στον πυρήνα των μυθικών ουτοπιών, δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην συνάντηση του ρομαντικού υποκειμένου με μιαν «ύψιστη ηθική απαξία». Η ρομαντική εξέγερση οικοδομείται πάνω σε αυτή την ηθική απαξία, στη συνάντηση που πραγματώνει η ουσία του ύψιστου μέσα στην εφιαλτική εικόνα ενός έκπτωτου κόσμου. Η συνείδηση του μύθου της πτώσεως που βιώνει το ρομαντικό υποκείμενο, αποκλείει την εγκατάλειψη στους παραδείσους της αφθονίας. Αντίθετα, είναι η ίδια που γεννά τα βασανιστικά συναισθήματα της αγωνίας και της ενοχής∙ είναι η εισβολή του πραγματικού στον μυθικό κόσμο, η αέναη ταλάντωση του ρομαντισμού ανάμεσα σε ένα συμβολικό επέκεινα και την αγωνιώδη γνώση της επιστροφής και της έκπτωσης. Όπως υπενθυμίζει ο Ροζάνης, στο κέντρο της ρομαντικής συμβολιστικής σκέψης τίθεται ο μύθος της πτώσης. Το κοσμικό γίγνεσθαι, για τους ρομαντικούς, υλοποιεί αυτή τη σύνθεση ως επιστροφή στην χαμένη ενότητα ανθρώπου και φύσης.
Εάν η υποβόσκουσα λογική αυτών των χωρών της απόλυτης αφθονίας, όπου η παραγωγή και η πολιτική που θα συνόδευε τους όρους ιδιοκτησίας απουσιάζει παντελώς, φέρει εντυπωσιακές ομοιότητες με τον μυωπικό καταναλωτισμό του οικονομικού θαύματος, η ρομαντική επαγρύπνηση με τη συνείδηση του αδιεξόδου «αυτής της ηττημένης γλώσσας της νοσταλγίας», προσφέρει το αντίδοτο στους ήρωες ενός αντί-συστήματος∙ αυτούς που συνειδητοποιούν την τραγικότητα του ζειν, που δεν μπορεί να σημασιοδοτηθεί παρά μονάχα μέσα στην αποτυχία. Ποιος ξέρει, ίσως η επόμενη εξέγερση να είναι μια ρομαντική εξέγερση.»