Ενδιαφέρουσες επισημάνσεις στο Γαλλικό Ινστιτούτο από το γάλλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Ζιλ Λιποβετσκί, για την κυρίαρχη βιοθεωρία του καταναλωτισμού η οποία τροφοδοτεί την εσωτερική και εξωτερική παρακμή που βιώνουν οι αναπτυγμένες κοινωνίες, μεσούσης της κρίσης:
«Οι κοινωνίες της εποχής μας πάσχουν, παρά την κρίση ή και εξαιτίας της, από το φαινόμενο της υπερκατανάλωσης, που αποτελεί μια φρενίτιδα μέσω της οποίας προσπαθούμε να ξεχάσουμε την απολίθωση της καθημερινής μας ζωής. …Η κοινωνία της κατανάλωσης, ξεκίνησε τη διάλεξή του ο Ζ. Λιποβετσκί, αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη μεταξύ 1950 και 1980 και είχε ως έμβλημά της το τρίπτυχο αυτοκίνητο-τηλεόραση-ηλεκτρικές συσκευές. Ήταν μια κοινωνία η οποία ανέδειξε την κουλτούρα του ηδονισμού και έθεσε τις βάσεις για τη διεκδίκηση της ατομικής ευτυχίας στο πλαίσιο του οικογενειακού βίου.
Η υπερκαταναλωτική κοινωνία η οποία τη διαδέχτηκε μετά το 1980 και η οποία είναι η κοινωνία της εποχής μας, οδήγησε τη λογική του ατομικισμού στα όριά της. Η κοινωνία αυτή κατάργησε τους ταξικούς διαχωρισμούς της κατανάλωσης (την περίοδο κατά την οποία κάθε τάξη ντυνόταν, έτρωγε και διασκέδαζε με τον δικό της τρόπο) και επέβαλε στους πάντες να αγοράζουν τα πάντα. Μολονότι οι οικονομικές ανισότητες αυξήθηκαν, με την έλευση της κρίσης να τις κάνει ακόμα πιο κραυγαλέες, φτάσαμε στο σημείο οι πλούσιοι να αναζητούν τα φτηνά και οι φτωχοί να καταναλώνουν τις ακριβές μάρκες, περικόπτοντας τις υπόλοιπες δαπάνες τους προκειμένου να γίνουν κάτοχοι όλων εκείνων που αντικειμενικά δεν είναι σε θέση να αγοράσουν.
Η κοινωνία της υπερκατανάλωσης επιτρέπει σε όλους την πρόσβαση στα καταναλωτικά προϊόντα. Σήμερα δεν αγοράζουμε για να ξεχωρίσουμε, αλλά για να παίξουμε και να επικοινωνήσουμε. Η κατανάλωσή μας έχει γίνει βιωματική και συναισθηματική. Δεν διακρίνουμε μεταξύ αντικειμένων, αγοράζουμε εμπειρίες: ταξίδια, τουριστικά θεάματα, μουσική και όλων των ειδών τις διασκεδάσεις. Το άτομο έχει στραφεί εξ ολοκλήρου στον εαυτό του, παλεύοντας να απωθήσει το κενό που έχει εγκατασταθεί στο κέντρο της καθημερινής του ζωής ύστερα από την κατάρρευση των συλλογικών κανόνων οι οποίοι του εξασφάλιζαν ένα σταθερό αίσθημα ασφάλειας.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα όλων αυτών; Αυξάνουν οι ανάγκες μας χωρίς να αυξάνουν τα χρήματά μας και αδυνατούμε να κατακτήσουμε την ευτυχία, ιδίως σε συνθήκες κρίσης, αφού το υλικό ευ ζην δεν είναι ικανό να εγγυηθεί το οποιοδήποτε ζωτικό νόημα. Και μπορεί να μη χρειάζεται να καταδικάσουμε συλλήβδην την κατανάλωση, που μας άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο, δεν οφείλουμε, όμως, από την άλλη πλευρά, να ζούμε για να καταναλώνουμε. Γιατί ευτυχία σημαίνει έναν πραγματικό σκοπό: το να είσαι σε θέση να αγαπάς κάτι.» (πηγή: Η Καθημερινή)