Ένα βιβλίο που θέτει σε αμφισβήτηση τον κυρίαρχο διδακτικό μας προσανατολισμό για τη λογοτεχνία στο σχολείο. Προτείνει να ξεπεράσουμε την «τεχνοκρατική εμμονή» στους σύνθετους και βαρύγδουπους όρους για την ανάλυση των κειμένων και να στραφούμε στην ανάλυση της ανθρώπινης πραγματικότητας που αναδεικνύει το περιεχόμενό τους.
«Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο τρόπος με τον οποίο διδασκόταν η λογοτεχνία στη μέση και την ανώτατη γαλλική εκπαίδευση υπέφερε από τις κάθετες εθνικές διαιρέσεις (κλεισμένες σε στενόχωρα κουτάκια) και τις ατέλειωτες, μέχρι τελικής εξαντλήσεως χρονολογίες. Η τεράστια άνθιση της θεωρίας τα αμέσως επόμενα χρόνια (από τον στρουκτουραλισμό, τη σημειολογία και τη σημειωτική μέχρι την αποδόμηση) δημιούργησε βαθμιαία έναν νέο δογματισμό. Μπορεί τα εθνικά σύνορα να έπεσαν και οι χρονικοί περιορισμοί να έχασαν τη σημασία τους, επιτρέποντας στα λογοτεχνικά έργα να διεκδικήσουν την αυτονομία τους (κάτι που είχαν επιζητήσει κατά τους προγενέστερους αιώνες τόσο οι ρομαντικοί όσο και οι διαφωτιστές), αλλά η αυτονομία δεν άργησε να κλειστεί με τη σειρά της σε χρυσελεφάντινο πύργο. Η θεωρία εγκλώβισε το λογοτεχνικό κείμενο στον τεχνολογικό του κόσμο, διερευνώντας με μια σχεδόν φετιχιστική μανία τις συντακτικές του δομές, το υφολογικό του υπόβαθρο και τα αφηγηματικά του σχήματα ενώ από την άλλη πλευρά έσπευσε να διακηρύξει, όποτε ξέφυγε από την τυραννία της τεχνολογίας, την απουσία της οποιασδήποτε λογοτεχνικής αλήθειας. Το αποτέλεσμα αυτής της πορείας είναι τα σχολεία να ζητούν σήμερα στη Γαλλία από τους μαθητές να μάθουν περισσότερο τις τεχνικές που επινόησε η θεωρία για την ανάλυση των κειμένων και λιγότερο τα ίδια τα κείμενα: κείμενα από τη μελέτη των οποίων έχει στο μεταξύ αποδράσει, σύμφωνα με τα προηγούμενα, και η έννοια του νοήματος.
Αυτή είναι η γραμμή την οποία αναπτύσσει ο Τσβετάν Τοντορόφ στο δοκίμιό του «Η λογοτεχνία σε κίνδυνο» (2007), που αναφέρεται στις συνέπειες τις οποίες είχε στον σύγχρονο τρόπο κατανόησης της λογοτεχνίας η πολυσυζητημένη «γλωσσική στροφή» των ουμανιστικών σπουδών και αποτελεί προφανή συνέχεια του παλαιότερου έργου του «Κριτική της κριτικής» (1984). Ο Τοντορόφ δεν κατονομάζει τη «γλωσσική στροφή», αλλά εναντιώνεται ευθέως στα θεωρητικά της παράγωγα, κηρύσσοντας την ανάγκη μιας καινούργιας εκκίνησης ως προς τις μεθόδους μέσω των οποίων θα είμαστε ικανοί να διαβάζουμε και να ερμηνεύουμε τη λογοτεχνία στο μέλλον.
Παρά τον χαρακτήρα του επείγοντος με τον οποίο εμφανίζεται ο τίτλος του δοκιμίου του, ο Τοντορόφ δεν σπεύδει να απορρίψει τη θεωρία, στην οποία θήτευσε και ο ίδιος μέχρι την «Κριτική της κριτικής» (θυμίζω τις μελέτες του για τους ρώσους φορμαλιστές, τη λογοτεχνία του φανταστικού και τον στρουκτουραλισμό). Η θεωρία μπορεί και στις ημέρες μας να διεκδικήσει τα δικαιώματά της (ο Τοντορόφ θα οδεύσει μέχρι και τον 15ο αιώνα για να δείξει πόσο βαθιές είναι από τη μια μεριά οι ρίζες της στη φιλοσοφική παράδοση και στην ιστορία της αισθητικής, αλλά και πόσο περιορίζει ταυτοχρόνως κάτι τέτοιο το βεληνεκές της πρωτοτυπίας της), υπό τον όρο ότι δεν θα αποσπάσουμε τη λογοτεχνία από την επικοινωνιακή της κοιτίδα. Η λογοτεχνία έρχεται, σε όποιο επίπεδο κι αν τη θεωρήσουμε, να αποκαλύψει την ανθρώπινη κατάσταση (βλ. και τις εισαγωγικές παρατηρήσεις του Νάσου Βαγενά) και υπό αυτή την έννοια δεν επιβάλλει καμία αλήθεια – θέλει μόνο να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε με τη μέγιστη δυνατή ελευθερία. Και η κρίση μας θα λειτουργήσει ασφαλώς καλύτερα όταν θα διαπιστώσουμε τις διαφορές και τις αποστάσεις οι οποίες μας χωρίζουν από τους ήρωές της (εδώ ο Τοντορόφ θα επικαλεστεί, κάθε άλλο παρά τυχαία, τον Ρίτσαρντ Ρόρτυ, που έχει προ πολλού απομακρυνθεί από το κλίμα της «γλωσσικής στροφής»): διαφορές και αποστάσεις που θα μας βοηθήσουν να κρατήσουμε ανοιχτό το πεδίο για μια τέχνη η οποία το μόνο το οποίο μας ζητάει επιτακτικά είναι να μην εκλάβουμε τίποτε ως δεδομένο. (βιβλιοπαρουσίαση Β. Χατζηβασιλείου, oanagnostis.gr)