«Στη σύνθεση «Πλατεία μεγαλούπολης», οι μορφές αποτελούν μία ομάδα, βρίσκονται σε πλατεία. Η διάταξή τους δημιουργεί την αίσθηση της κίνησης σε ανοιχτό χώρο. Καθεμιά, όμως, στρέφεται σε διαφορετική κατεύθυνση. Ο πηλός, κομμένος σε αδρά κομμάτια, αρκέστηκε σχεδόν να ντύσει μόνο την αρματούρα (σιδερένιος σκελετός που στηρίζει τον εύπλαστο πηλό όταν χτίζεται μια φιγούρα). Κάθε μορφή, μόλις άρχισε να αρθρώνεται, έμεινε εκεί, απομακρυσμένη σε χώρο και χρόνο. Η αίσθηση που δημιουργείται είναι της μακρινής ματιάς, έτσι καθώς οι μορφές τρεμοπαίζουν στο φως, και νιώθει κανείς πως σε λίγο θα χαθούν στην αχλύ της ατμόσφαιρας. Το φως δεν μπορεί σχεδόν να σταθεί επάνω τους. Είναι σχεδόν διάφανες. Νομίζουμε ότι βλέπουμε την πλατεία και τις μοναχικές φιγούρες από μακριά. Όσο όμως κι αν πλησιάσουμε, αυτές δε μεγαλώνουν. Δεν έρχονται κοντά μας. Έτσι ψηλόλιγνες, και με μια υλικότητα που ίσα τις κάνει ορατές, παραμένουν μακριά, ακόμα κι αν τις αγγίξουμε.
Η πλοκή της σύνθεσης βρίσκεται ανάμεσα στις κινήσεις κάθε μορφής, της κατεύθυνσής της, των κενών που δημιουργούν οι φιγούρες μεταξύ τους, του συναθροίσματός τους (ξεκινώντας από δεξιά, διακρίνουμε δύο, δύο και μία σιλουέτες). Παρ’όλο που ο τίτλος παραπέμπει στην οργάνωση χώρου και η διαφορετικότητα των μεγεθών στην ένταξη των γλυπτών μέσα στο χώρο, το έργο φαίνεται ότι αφορά κυρίως μια πέραν του πραγματικού αλληγορία της ανθρώπινης μοίρας, του απομονωμένου ανθρώπου, και ότι θέτει θέματα υπαρξιακά για την αγωνία του και την αποξένωσή του». (δες: Ιστορία της Τέχνης Γ’ λυκείου). Συμπληρωματικά το δικό μας σχόλιο:
Η παρουσία της ζωής αισθητοποιείται μέσω της έντασης που μεταδίδει η κίνηση του βαδίσματος, η οποία όμως, παραπέμπει μάλλον σε κίνηση φυγής, με τις μορφές απλώς να διέρχονται δυναμικά από τον κοινό χώρο και όχι να επιδιώκουν τη συνάντηση. Ο κοινός χώρος είναι απλώς ένα μέσο που υφίστανται οι άγνωστες, απομονωμένες μεταξύ τους, μορφές και όχι αφορμή για υπέρβαση της ατομικότητάς τους. Αποστεωμένες από κοινωνικά χαρακτηριστικά, βαδίζουν, ίσως άσκοπα, βιώνοντας τον εγκλεισμό στην ατομική τους ζωή και αδύναμες να εξελιχθούν σε ορατές κοινωνικές υπάρξεις.