Ένα μεστό και εξόχως διδακτικό μάθημα πολιτικής ανθρωπολογίας και ιστορίας από το Χρήστο Χωμενίδη, σήμερα στο protagon.gr. Αντιγράφω ένα απόσπασμα: «…Η Βουλή των Ελλήνων έχει τριακόσια μέλη. Δεδομένου ότι σε κάθε εκλογές θέτουν υποψηφιότητα πέντε έως έξι χιλιάδες πολίτες, η μαθηματική πιθανότης εκλογής για τον καθένα τους είναι σχεδόν μία προς είκοσι. Μεγαλύτερη από όσο αν συμμετείχε στον διαγωνισμό της Eurovision κι απείρως μεγαλύτερη από το αν διεκδικούσε μια θέση πυροσβέστη.
Ο αριθμός των ψηφοφόρων που έχουν «τιμήσει» τον κάθε βουλευτή ποικίλλει τα μέγιστα. Υπάρχουν αστέρες που εισέρχονται θριαμβευτικά στη Βουλή με τις ευλογίες εκατό χιλιάδων και πλέον συμπολιτών τους και άλλοι που μπαίνουν από καθαρή σπόντα, έχοντας συγκεντρώσει λιγότερους από χίλιους σταυρούς. Ο εκλογικός νόμος παράγει θαύματα ή τέρατα. Έδρες της δεύτερης και της τρίτης κατανομής στριφογυρνούν τη μακρά νύχτα των εκλογών από νομό σε νομό όπως η μπίλια της ρουλέτας και κατακυρώνονται συχνά στο μεγαλύτερο αουτσάιντερ. Στις εκλογές του 1990, η μοναδική έδρα του κόμματος του Κωστή Στεφανόπουλου κατέληξε σε έναν υποψήφιο του Υπολοίπου Αττικής που ονομαζόταν Κατσίκης και με την ψήφο του έγινε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πρωθυπουργός.
Οι «πατέρες του Έθνους», όπως τους αποκαλούσαν παλιά, χωρίζονται σε τέσσερις χονδρικά κατηγορίες:
Είναι, πρώτον, οι κληρονόμοι. Εκείνοι που έχουν γεννηθεί σε «τζάκι» και έχουν ανατραφεί με την πεποίθηση ότι θα συνεχίσουν την οικογενειακή παράδοση. Δεν μιλάμε μονάχα για σπόρια και για αποσπόρια πρωθυπουργών, μα και για γόνους ισχυρών σογιών της επαρχίας που οι ρίζες τους χάνονται στον κοτζαμπασισμό. Μιλάμε επίσης και για σώγαμβρους, οι οποίοι -διατηρώντας το πατρικό τους επίθετο- ποζάρουν για αυτοδημιούργητοι ενώ έχουν λάβει ως προίκα από τον πεθερό τους αναρίθμητα κεφάλια όχι αμνοεριφίων, αλλά ψηφοφόρων. Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο είναι ότι οι Έλληνες πολίτες, ενώ καταδικάζουν απερίφραστα την οικογενειοκρατία (που αποκαλείται και «νεποτισμός» από το “nephew” δηλαδή ανιψιός) ψηφίζουν ωστόσο μαζικά τους φορείς βαριών ονομάτων. Ίσως κατά βάθος να αισθάνονται ότι όπως ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας, έτσι και ο κάτοχος μιας βουλευτικής έδρας δικαιούται να την αφήσει στο σπλάχνο του.
Είναι, δεύτερον, οι πρόκριτοι κάθε τόπου. Δικηγόροι, συνήθως, ή γιατροί, με πολυάριθμη πελατεία, επιστημονική λάμψη και κοινωνική ακτινοβολία, αποφασίζουν κατά την πέμπτη ή την έκτη δεκαετία της ζωής τους να αφοσιωθούν στα κοινά. Αγαθή προαίρεση συνδυασμένη με μωροφιλοδοξία, καλοραμμένα κοστούμια που πρέπει να δειχθούν σε χώρους ευρύτερους από το δικαστήριο ή από το νυφοπάζαρο της πόλης τους. Οι ασθενείς ή οι υπόδικοι ωφελούνται, καθώς ο επίδοξος εθνοπατέρας αρχίζει να τους αναλαμβάνει δωρεάν, αποσκοπώντας στα «ψηφαλάκια» των ίδιων και τον οικείων τους. Το είδος -φευ- αυτό του ευπατρίδη ή, ρεαλιστικότερα μιλώντας, του βλαχοδημάρχου, λιγοστεύει Βουλή με τη Βουλή. Τα ισχυρά αρσενικά -ενίοτε και θηλυκά- των τοπικών κοινωνιών προτιμούν να θρέφουν το “εγώ” τους αγοράζοντας ποδοσφαιρικές ομάδες, παρά εγκαινιάζοντας πολιτικά γραφεία. Οι δε επιτυχημένοι επιχειρηματίες προτιμούν να «υιοθετούν» πολιτευτές, παρά να μπαίνουν αυτοπροσώπως στη βάσανο της κάλπης.
Είναι, τρίτον, τα κομματικά στελέχη. Άνθρωποι που από την εφηβεία τους ανήκουν σε κάποια νεολαία, που έχουν περάσει τα φοιτητικά τους χρόνια οργανώνοντας καταλήψεις και κοκορομαχώντας στα αμφιθέατρα, που έχουν εξελιχθεί σε επαγγελματίες συνδικαλιστές, σε διαδρομιστές και γραφειοκράτες συντηρητικών, μεταρρυθμιστικών ή ριζοσπαστικών παρατάξεων. Για τα κομματικά στελέχη, η είσοδος στο Κοινοβούλιο αποτελεί ένα ακόμα στάδιο στην καριέρα τους. Εάν δεν διαθέτουν ευρεία αναγνωρισιμότητα, ο αρχηγός του κόμματος μπορεί στην αρχή να τα εντάξει στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, προσφέροντάς τους την ευκαιρία να δημιουργήσουν από θέση ισχύος το πολιτικό τους κεφάλαιο. Εάν ανήκουν στο ΚΚΕ, «διορίζονται» βουλευτές δια της κατευθυνόμενης σταυροδοσίας και δίνουν το μεγαλύτερο ποσοστό της αμοιβής τους στο Κόμμα. Εάν είναι Χρυσαυγίτες, η προϋπηρεσία τους έχει κατά κανόνα αρκετές σκοτεινές όψεις, ποινικού συχνά ενδιαφέροντος. Εάν, τέλος, είναι Συριζαίοι, εκλεγέντες το 2012, μπορεί τα ένσημά τους να έχουν κολληθεί σε άλλο κόμμα, συνήθως στο «πατριωτικό» Πασόκ…
Τέταρτη και πολυσυλλεκτικότερη κατηγορία αποτελεί εκείνη των «επωνύμων», που αποφασίζουν να δρέψουν τα κουκιά της διασημότητάς τους. Πρόκειται κυριολεκτικά για θίασο ποικιλιών. Ηθοποιοί του σοβαρού θεάτρου ή της σαπουνόπερας – ο Λυκούργος Καλλέργης, αλλά και ο «αστυνόμος Θεοχάρης» από το «Καλημέρα Ζωή». (Η Βάνα Μπάρμπα έμεινε απέξω λόγω της πανωλεθρίας του ΛΑΟΣ, η Λίλα Καφαντάρη, όμως, εξελέγη θριαμβευτικά με το ΚΚΕ, όπως παλιότερα η Ελένη Ανουσάκη με το ΠΑΣΟΚ.) Μουσικοσυνθέτες, τηλεπαρουσιαστές, ποδοσφαιριστές, συγγραφείς, ακόμα δε και σεξολόγοι. Κοινό σημείο των περισσότερων -με λαμπρότερη την εξαίρεση του προδικτατορικού Μίκη Θεοδωράκη- είναι πως το ταλέντο τους έχει πλέον ξεθυμάνει, οπότε η Βουλή προβάλλει ως υπαρξιακό και βιοποριστικό ακόμα καταφύγιο. Για ποιον, όμως, λόγο ο Έλλην ψηφοφόρος εμπιστεύεται μια πρώην ενζενί ή έναν τηλεοπτικό χωρατατζή; Επειδή θαυμάζει; Επειδή ταυτίζεται; Ή επειδή, απλώς, δεν ξέρει κανέναν άλλον στο ψηφοδέλτιο;
Σε κάθε μία από τις παραπάνω κατηγορίες ανήκαν στιβαρές προσωπικότητες, χρυσές μετριότητες, αλλά και γελοιωδέστατα υποκείμενα που άλωσαν κατά καιρούς το ημέτερο Κοινοβούλιο. Εκπληκτικοί ρήτορες σαν τον Λεωνίδα Κύρκο, μνημεία διοικητικής ικανότητας και εντιμότητας σαν τον Παναγή Παπαληγούρα και οραματιστές πολιτικοί σαν τον Αντώνη Τρίτση… Η περίπτωση, από την άλλη, του «κάζου» που κερδίζει πρόσκαιρη φήμη με ευτράπελα καμώματα -ουρώντας δημοσίως ή ανεμίζοντας ελληνικές σημαίες- δεν είναι σημερινή. Το 1985, ένας βουλευτής Ιωαννίνων αποπειράθηκε να ακυρώσει την εκλογή του Σαρτζετάκη κλέβοντας την κάλπη. Το 1993, ένας υπουργός επετέθη σε έναν βουλευτή της αντιπολίτευσης και τον άρχισε -ενώ εκείνος αγόρευε- στα χαστούκια. Το θλιβερότερο είναι πως σχεδόν ποτέ κανείς από τους παλιάτσους ή τους τραμπούκους του Κοινοβουλίου δεν τιμωρήθηκε από τους ψηφοφόρους του μη επανεκλεγόμενος…»
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των πολιτικών που κατατάσσονται στις επί μέρους κατηγορίες της, κατά Χωμενίδη, πολιτικής μας ανθρωπολογίας, είναι η παραμέληση ή η αδιαφορία για το κοινό καλό και η αδυναμία να αποφύγουν τις πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές τους εξαρτήσεις οι οποίες τους αναγκάζουν να μη σκέφτονται και να μην πράττουν με γνώμονα το συμφέρον του συνόλου (όπως ορίζεται από την Αριστοτελική πολιτική φιλοσοφία).