Ερμηνεύοντας τις αιτίες για την ανοχή που δείχνει μέρος της ελληνικής κοινωνίας στις τυραννικές και ολοκληρωτικές απόψεις μιας άκαμπτης και βίαιης ακροδεξιάς, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, βρίσκει το κατάλληλο «ιστορικό ανάλογο» στις συνθήκες ανόδου των τριάκοντα τυράννων στην ηττημένη του Πελοποννησιακού πολέμου Αθήνα και όταν η δημοκρατία βρίσκεται, απαξιωμένη από τους πολίτες της, σε πλήρη παρακμή:
«Ο Πλάτων, στην έβδομη επιστολή του, το μόνο αυτοβιογραφικό του κείμενο, αν και αμφισβητούμενης γνησιότητας, αναφέρεται στη στάση που κράτησε αυτός και η σωκρατική ομήγυρη στην τυραννία των Τριάκοντα. Με σχεδόν απολογητικό ύφος λέει ότι στην αρχή τούς αντιμετώπισαν με ευμένεια και συνεργάστηκαν μαζί τους. Όχι μόνον επειδή ο ίδιος ήταν συγγενής του Κριτία, του επικεφαλής της τυραννίας. Αλλά κυρίως επειδή πίστεψαν πως η τυραννία θα αποκαθιστούσε το καθεστώς του δικαίου που είχε καταλύσει η δημοκρατία της τελευταίας περιόδου, η δημοκρατία των δημαγωγών. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Κριτίας, και ο Θηραμένης και ο Χαρμίδης, τοποτηρητής του καθεστώτος στον Πειραιά, ήταν μέλη της σωκρατικής ομήγυρης. Ήταν η απέχθεια που τους είχε προκαλέσει η δημοκρατία, η οποία τους οδήγησε στην αποδοχή της τυραννίας.
Η αλήθεια είναι ότι η δημοκρατία δεν είχε απογοητεύσει μόνο τον νεαρό τότε Πλάτωνα, ο οποίος δεν διακρίνεται για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις. Είχε οδηγήσει την Αθήνα στην καταστροφή. Ο πόλεμος είχε χαθεί οριστικά και αμετάκλητα, ο στόλος είχε οριστικά καταστραφεί, χρήματα δεν υπήρχαν για να ξαναχτιστεί, και ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος είχε αποκλείσει την τροφοδοσία της Αθήνας με αποτέλεσμα να ενσκήψει λιμός και οι Αθηναίοι να φοβούνται ότι οι Σπαρτιάτες θα τους τιμωρούσαν με αφανισμό, με τον ίδιο τρόπο που οι ίδιοι είχαν τιμωρήσει τους Μήλιους. Οι φόβοι τους δεν βγήκαν αληθινοί. Ο Λύσανδρος απάντησε στους Θηβαίους, που του πρότειναν να μετατρέψει την Αθήνα σε βοσκότοπο, πως δεν σκοπεύει να βγάλει το ένα από τα δύο μάτια της Ελλάδας. Τους έβαλε να γκρεμίσουν τα τείχη του Θεμιστοκλή με τα ίδια τους τα χέρια και με τη συνοδεία αυλητρίδων που υμνούσαν την απελευθέρωση της Ελλάδας – είχαν και οι Σπαρτιάτες χιούμορ. Και τους παρέδωσε σε μια συμμορία συμπολιτών τους, τους Τριάκοντα.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το καθεστώς των τυράννων αποδείχθηκε βουλιμικό. Λεηλάτησε τις περιουσίες των Αθηναίων και, όπως λέει ο Ξενοφών, ο οποίος επίσης συνεργάστηκε με το καθεστώς, σκότωσαν τους διπλάσιους Αθηναίους από όσους είχαν πέσει στις μάχες στα τελευταία δέκα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αντεξε λίγους μόνον μήνες ώσπου να μπουν οι εξόριστοι δημοκρατικοί από τη Θήβα και μετά τη μάχη της Ιπποδάμειας στον Πειραιά να το ανατρέψουν. Η δημοκρατία αποδείχθηκε και γενναιόδωρη και σοφή. Το πρώτο ψήφισμα που εξέδωσε η Εκκλησία του Δήμου έφερε τον τίτλο «Περί του μη μνησικακείν» και αμνήστευε όσους είχαν συνεργαστεί με τους Τριάκοντα – εξηρούντο οι φυσικοί αυτουργοί εγκλημάτων.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=261uOgUUbYA&w=425&h=350]
Ιστορίες μιας εποχής μακρινής, θα μου πείτε, που ελάχιστη σχέση έχει με τη δική μας. Στα χρόνια του πέμπτου αιώνα πριν τον Χριστό, η δημοκρατία ήταν ένα πείραμα ανθρώπινης συνύπαρξης. Ηταν «άμεση», απέκλειε το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της Αττικής, πλην όμως το πείραμα που ξεκίνησε τότε εξακολουθεί να επηρεάζει με τα ευρήματά του ακόμη και τον μακρινό για την αρχαιότητα εκείνη 21ο αιώνα. Η απογοήτευση, η παράδοση της πόλης σε μια συμμορία αριστοκρατών, πλην όμως συμμορία, και κατόπιν ο πανικός. Η δημοκρατία μπορεί να είναι απογοητευτική, όπως η σημερινή, όμως είναι δημοκρατία. Κοινώς σου δίνει τη δυνατότητα και να απογοητευτείς, και να την απεχθάνεσαι. Αλλιώς, σε περιμένουν τα χειρότερα.
Δεν πιστεύω ότι η μακροβιότερη δημοκρατία της σύγχρονης ιστορίας μας κινδυνεύει από τους αλλοπαρμένους εφέδρους ή παρεμφερείς συνωμότες. Στο κάτω κάτω, πού θα βρουν καύσιμα για τα τεθωρακισμένα τους και με τι λεφτά θα πάρουν πολεμοφόδια; Κινδυνεύει όμως από την απογοήτευση, την κούραση της αποτυχίας, την παραλυσία της αναξιοπιστίας. Κινδυνεύει κυρίως από την έλλειψη προοπτικής. Τι μπορεί να μας υποσχεθεί σήμερα η ελληνική δημοκρατία πέρα από την επιβίωσή της; Τίποτε ή σχεδόν τίποτε. Ομως και η επιβίωση της δημοκρατίας είναι ένα ολόκληρο πολιτικό και πολιτισμικό πρόγραμμα. Ποιοι έχουν τη δύναμη και τις ικανότητες να το συνεχίσουν, παρά την αγανάκτηση και την καταπόνηση;
Πού βρίσκεται η μεσαία τάξη, που με το κοινωνικό της εύρος αποτελεί το πιο σοβαρό εχέγγυο για την επιβίωση της δημοκρατίας; Πού είναι η σιωπηρή πλειοψηφία η οποία έως σήμερα, παρά τα καίρια τραύματα που έχει υποστεί, εξακολουθεί να υπομένει από ένστικτο επιβίωσης; Σηκώνει, θα μου πείτε, το μεγαλύτερο βάρος της οικονομικής κρίσης και συνθλίβεται στην καθημερινότητά της – και η ζωή, όπως και η δημοκρατία, είναι φτιαγμένη από καθημερινότητα. Τιμωρείται αυτή κυρίως για την αδιαφορία που έδειξε τόσα χρόνια, αδιαφορία για την κοινωνική παιδεία, αδιαφορία για το κοινωνικό συμβόλαιο της αναξιοπιστίας. Η δημοκρατία κινδυνεύει να παραδοθεί σε συμμορίες μόνον όταν στραφεί κατά του εαυτού της. Μόνον όταν η απογοήτευση φτάσει σε τέτοιο βαθμό, που ο βασικός της υποστηρικτής, η σιωπηρή πλειοψηφία, την εγκαταλείψει «αηδιασμένη, μπουχτισμένη, σχεδόν πισθάγκωνα δεμένη», που λέει και ο Εμπειρίκος. (εφημερίδα Καθημερινή)