Ένα βιβλίο που συνεισφέρει στην κατανόηση της προθετικότητας και της φύσης της λογοτεχνικής γραφής (Michel Foucault, Ο ωραίος κίνδυνος. Συνέντευξη στον Claude Bonnefoy, εκδ. Άγρα), παρουσιάζει στο «Βήμα» ο καθηγητής φιλοσοφίας Διονύσης Καββαθάς. Όσα αναφέρονται για τον τρόπο ανάλυσης της γραφής και της γλώσσας από τον Φουκό, μας διευκολύνουν να αντιληφθούμε την πολλαπλή λειτουργία της λογοτεχνίας για τη διαμόρφωση ή μεταμόρφωση του εαυτού και να προσδιορίσουμε τη συμβολή της στη σχέση μας με τις πραγματικές και συμβολικές δομές της ζωής.
«Στο πολύπλευρο ερευνητικό του έργο του Μισέλ Φουκό (1926-1984) υπάρχει ταυτόχρονα μια έντεχνη, επιτελεστική διάσταση που λαμβάνει χώρα στο επίπεδο της (συγ)γραφής, προσδίδοντας έτσι στον θεωρητικό του λόγο μια αισθητικο-ηθική επιπλέον αξία. Στην παρούσα συνέντευξη ο Φουκό κάνει λόγο για το «καθήκον της γραφής», η οποία οφείλει να επιτρέπει την ανάδυση του μοναδικού, διαφορετικού και ξένου, ερχόμενη σε ρήξη με τις οικειότητες και τις προφάνειες της συνείδησης. Για τον γάλλο στοχαστή η γραφή αποτελεί κυρίως ένα μέσο αποστασιοποίησης από τον λόγο του άλλου αλλά και του εαυτού, και όχι έναν «διάφανο υμένα» διαμέσου του οποίου φανερώνεται η αλήθεια του κόσμου ή του εαυτού. «Δεν γράφω», όπως ομολογεί, «για να δώσω στην ύπαρξή μου τη στερεότητα μνημείου».
Η γραφή υπήρξε για τον Φουκό, κατά την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία τη δεκαετία του ’60 (Μπατάιγ, Μπλανσό, Κλοσόφσκι), μια ανατρεπτική χειρονομία που υπονόμευε την ταυτότητα και την ακεραιότητα του γράφοντος υποκειμένου, για να καταλήξει, μετά τη «στροφή» που σηματοδοτούν οι δύο τελευταίοι τόμοι της Ιστορίας της σεξουαλικότητας (1984), σε μηχανισμό εμφάνισης, συγκρότησης και εν τέλει μεταμόρφωσης του υποκειμένου. Ας επισημάνουμε ότι ο Φουκό μεταβαίνει από μια πρώτη συγγραφική φάση, όπου η κριτική αποδόμηση των λογοτεχνικών εννοιών «έργο» και «συγγραφέας» συμπορεύεται με την προνομιακή ανάδειξη εννοιών όπως εκείνων της «τάξης του λόγου» και του «είναι της γλώσσας», σε μια δεύτερη, όπου το υποκείμενο επιχειρεί να διαφύγει από τις κανονιστικές δομές της γνώσης και της εξουσίας μέσω ενός σκληρού διαμορφωτικού έργου πάνω στον εαυτό.
Η εν λόγω συνέντευξη (1968) ανήκει στην πρώτη φάση της σκέψης του. Κύριο μέλημα του Φουκό είναι να εκθέσει τις συνθήκες υπό τις οποίες εισήλθε στον ανατρεπτικό χώρο της γραφής. Γενικά, ο Φουκό υπήρξε ένας στοχαστής των μεταβάσεων, των μεταστροφών και των μεταμορφώσεων, και όχι ένας στοχαστής ακινητοποιημένος σε ιδεολογικές περιχαρακώσεις.
Καθήκον της γραφής δεν είναι η αναβίωση του οικογενειακού ρομάντζου, αλλά τουναντίον η αφαίρεση όλων των «βιογραφικών» παραγόντων, για να εμφανιστεί το «καθαρό ομιλούν υποκείμενο», ένα υποκείμενο δηλαδή που συγκροτείται μέσα από το συμβολικό και άρα διαφορικό σύστημα της γλώσσας.
Οταν ο Φουκό επισημαίνει στη συνέντευξή του τη διαγνωστική και ανατομική λειτουργία της γραφής, δεν έχει κατά νουν τον χειρουργό πατέρα του αλλά μάλλον τον φιλόσοφο Νίτσε, ο οποίος θεωρούσε ύψιστο καθήκον της φιλοσοφίας τη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενειών του πολιτισμού μέσα από την ανατομή του ατομικού και κοινωνικού σώματος.
Τεχνολογία του εαυτού
Οι στοχασμοί του Φουκό πάνω στη λογοτεχνική γραφή μπορούν να περιγραφούν σχηματικά με βάση τρεις τουλάχιστον άξονες. Κατ’ αρχάς η λογοτεχνία τον ενδιαφέρει ως θεσμός, ως ένα αυτόνομο και διαφοροποιημένο σύστημα του λόγου με τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας, εντός του οποίου ορισμένα κείμενα αξιολογούνται ως λογοτεχνικά («ιερά») ενώ άλλα αποκλείονται. Ας ονομάσουμε αυτό το ενδιαφέρον του γάλλου φιλοσόφου «πολιτικό», αφού στοχεύει στην ανατροπή (αποϊεροποίηση) της κανονιστικής λογοτεχνικής τάξης. Πέραν τούτου, υπάρχει το ενδιαφέρον του Φουκό για τη λογοτεχνία ως πρακτική της παραβίασης των ορίων (ατομικών, κοινωνικών, γλωσσικών), έτσι όπως τη στοχάστηκε ο Νίτσε μέσω της διονυσιακής εμπειρίας και αργότερα ο Μπατάιγ με τον ερωτισμό ως εσωτερική εμπειρία. Τέλος, αναλύει τη λογοτεχνία ως μια τεχνολογία συγκρότησης του εαυτού τόσο στην κλασική ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα (π.χ. η επιστολογραφία και το υπόμνημα) όσο και στον μοντερνισμό (Κάφκα, Ρουσέλ, Μπέκετ, Μπόρχες).
Ομως, ακόμη και εκεί όπου ο Φουκό κατανοεί την αυτοβιογραφική πράξη ως συστατική του υποκειμένου, δεν έχει σαν στόχο να αναγάγει ερμηνευτικά το συγγραφικό έργο σε μορφή κατανόησης του εαυτού, αλλά, αντίστροφα, να αναδείξει σε δημιουργική δραστηριότητα τον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο σχετίζεται με τον εαυτό του.
Ενα κοινό σημείο φαίνεται να συνδέει τις δύο συγγραφικές φάσεις του γάλλου φιλοσόφου: η γραφή δεν αφήνει άθικτο τον γράφοντα. Οταν δεν τον εξαφανίζει μέσα στον ιστό της γλώσσας, τον μεταμορφώνει τόσο ώστε να μην αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό του. Ειδάλλως, δεν είναι γραφή αλλά ναρκισσιστικός καθρέφτης.»